Ενότητα ΙΙ
Μελέτες Επί της Υστερίας
των Breuer και Freud
Τόμος ΙΙ, 1893-95
Δεν πρέπει να δώσουμε πολλή προσοχή στη χρονολογική σειρά των γραπτών του Freud καθόσον το διακύδευμα είναι εξαιρετικά σημαντικότερο της κάθε συγκυρίας. Μελετώντας αυτόν τον Τόμο παρατηρούμε ότι η ψυχολογική μέθοδος θεραπείας και κατανόησης των ψυχικών παθήσεων την οποίαν αρχίζουν να προσπαθούν να εισάγουν οι δύο συγγραφείς ειναι κατά βάση η μετα-ψυχολογική. Αποτελεί δε συνέχεια της επιστημονικής, που όπως αναφέραμε στην τελευταία «Παρουσίαση» δοκιμάστηκε άκρως ανεπιτυχώς και για πολύ καιρό όπως περιγράφεται λεπτομερώς στον Τόμο Ι.
Ο Freud είχε υποφέρει πολύ – σύμφωνα πάντοτε με τις δικές του ομολογίες – προτού να αποφασίσει να εγκαταλείψει την επιστημονική μέθοδο. Τα βάσανα του ήταν απόλυτα συγκρίσιμα με εκείνα του κάθε κλινικού ψυχολόγου ή ψυχίατρου που περνάει τις ίδιες δυσκολίες κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έστω και λιγότερο συνειδητά. Τελικά, η μεγάλη πλειοψηφία των επιστημόνων ενδίδει στην επιστημονική μέθοδο για λόγους προφανώς μη-σχετιζόμενους με αυτό που συνέβη στον ίδιο τον Freud. Στα σημαντικά αυτά σημεία θα επανερχόμεθα εν καιρώ και περιοδικά καθώς βαθμιαία θα αναδεικνύονται από λεπτομέρειες σε εξαιρετικής σημασίας παράγοντες για την πορεία της ψυχανάλυσης.
Το κύριο μέρος αυτού του Τόμου περιέχει την αποκαλούμενη «Προκαταρκτική Επικοινωνία»: μια κοινή προσπάθεια του Breuer και του Freud για την περίφημη νόσο εκείνων των καιρών αποκαλούμενη Υστερία που μαζί με το υπόλοιπο των περιεχομένων αυτού του Τόμου αποτελεί, σύμφωνα με πολλούς ψυχαναλυτές, την αρχή της ψυχανάλυσης. Στις Παρουσιάσεις αυτού του Τόμου δεν θα μείνουμε στα άκρως ενδιαφέροντα ιστορικά σημεία περί της συγκεκριμένης νόσου και στα περί ορολογίας ζητήματα επειδή αυτά έχουν εξαντληθεί κατόπιν των άπειρων συζητήσεων και γραπτών κειμένων από τόσους και τόσους συγγραφείς! Επιπλέον, δεν είναι αυτά τα σημεία που δίνουν πραγματικά τη μέγιστη μετα-ψυχολογική σημασία σε μία τόσο μικρή αλλά μνημηώδη συμβολή που έκανε εδώ ο Freud.
Χωρίς αμφιβολία ο Freud παρά τη μεγάλη φιλία του με τον Breuer σε καμιά περίπτωση δε θέλησε να αποδοθούν σε αυτόν οι θεωρητικές παράμετροι του «Μελέτες για την Υστερία». Θεωρούσε ότι αυτός ο Τόμος ήταν κατά κύριο λόγο έργο του ίδιου του Breuer – κάτι που συχνά εκλαμβάνεται ως μια έκφραση της σεμνότητας του Freud. Ο Freud όμως δεν ήταν σεμνός μόνο για χάριν της σεμνότητας! Ποτέ δεν θα ήταν σεμνός σε βάρος της αλήθειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε κανέναν λόγο να είναι σεμνός επειδή εκτίμησε a priori την δουλειά του φίλου του καθώς επίσης και τις διαφωνίας του με αυτόν για το θεμελιώδη και καταλυτικό ρόλο που κατ’ εκείνον η σεξουαλικότητα διαδραμάτιζε στη δημιουργία των συμπτωμάτων.
Έτσι, ο Breuer, ως ένας άψογος παραδοσιακός γιατρός, ήταν πράγματι πρωτοπόρος στη μελέτη των υστερικών ασθενών. Απασχολούσαν την σκέψη του οι βιολογικά ανεξήγητες σωματικές ασθένειες και αγωνιούσε να επινοήσει θεραπευτικές μεθόδους για να τις ιάσει. Κι’ όμως ποτέ δεν έβγαζε ικανοποιητικό ψυχολογικό νόημα γι’ αυτές! Οπότε, κατ’ αυτόν το περίεργο φαινόμενο της «υστερίας» κατ’ αρχάς δεν ήταν άλλο παρά μια εκφυλιστική κατάσταση. Τελικά, απ’ αυτή τη θέση πολύ διστακτικά είχε σχεδόν πειστεί υπό την επήρεια του Freud για το περίπου αντίθετο! Το σημαντικό στην ιστορία με τον Breuer είναι ο αμετάκλητος τρόπος με τον οποίον εγκατέλειψε ο Freud την επιστημονική μέθοδο έναντι της τόσο συμβατικής υποχώρησης του Breuer υπό το βάρος της φιλίας του με τον Freud και της ανάγκης του να σχηματίσει ένα θεωρητικό υπόβαθρο που θα ήταν τουλάχιστον αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα.
Ο Breuer ήταν σε θέση να δεχτεί – όπως όλοι κάνουμε σε κάποιο βαθμό και ίσως πολύ ευκολότερα από τον Freud – ότι ένας γιατρός μπορεί, εν τινι βαθμό, να αντέξει να μιλάει αόριστα για κάτι βιολογικό αποκαλούμενο Υστερία αν και ανήκει στο χώρο της ψυχολογίας έστω κι’ αν δεν συνειδητοποιεί πλήρως τι είναι πραγματικά είτε η Υστερία είτε η Ψυχολογία. Όμως, ο Freud κατά το ίδιο χρονικό διάστημα συνέχιζε με συνέπεια όλο και λιγότερο να επιθυμεί να δημιουργήσει βιολογικές προσεγγίσεις για να εξηγήσει εκείνα τα υστερικά συμπτώματα των ασθενών του που συλλήβδην ονόμαζε «ψυχολογικά φαινόμενα» και του παρέμεναν ακατανόητα. Ο Breuer, εν τέλει, συμβιβάστηκε γύρω από την ιδέα του «ψυχολογικού τραύματος» το οποίον φαίνεται να συνδέεται με μια ιδέα και να παράγει τα τελικά υστερικά συμπτώματα στην ενηλικίωση. Ήταν μία νέα άποψη που ως ένα βαθμό ενείχε μέσα της το στοιχείο της βιολογικότητας. Έτσι, το τραύμα αρχίζει ένα παιχνίδι κρυφτού με το ασυνείδητο του συγκεκριμένου ασθενή: έρχεται και φεύγει.
Με την ύπνωση, την εκφόρτιση, την υποβολή ή οποιαδήποτε άλλα μέσα χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τότε για να αναδείξουν την δεύτερη συνείδηση του υποκειμένου, το γεγονός παρέμενε ότι η άρρωστη ιδέα είχε πλέον αποκτήσει μια σχεδόν ανεξάρτητη οντότητα μέσα στο νευρικό σύστημα. Όλο αυτό το φαινομενικά επιστημονικά αποδεκτό σχήμα ήταν άκρως ευπρόσδεκτο από τον Breuer. Στο τελευταίο μέρος αυτού του Τόμου ο Breuer προσπάθησε να εξηγήσει ακόμα ποιο θεωρητικά όλα εκείνα τα τόσο παράξενα γι’ αυτόν ιατρικά γεγονότα που φαίρνει στην επιφάνεια η οντότητα της Υστερίας. Εξαντλημένος όπως ήταν και αυτός ο ίδιος – δεδομένου των πολλών μη παραγωγικών ετών και προσπαθειών του – να συνθέσει βιολογικά τα σωματικά συμπτώματα της υστερικής νόσου απεφάσισε να δημοσιεύσει την εντελώς δική του αντίληψη περί της ψυχολογικής αντίληψής του περί της Υστερίας.
Έτσι, σ’ αυτόν τον Τόμο ο Breuer θα δηλώσει ότι «θα γίνει μικρή αναφορά στον εγκέφαλο και καμιά περί των μορίων. Οι ψυχικές διαδικασίες θα εξεταστούν στη γλώσσα της ψυχολογίας και πράγματι ίσως να μην είναι δυνατόν να ιδωθούν διαφορετικά». Είναι αρκετά προφανές ότι ο Breuer είναι άκρως απογοητευμένος – ένας καλός γιατρός έχει σταματήσει τελικά τον σωστό κατ’ αυτόν ιατρικό τρόπο προσέγγισης προκειμένου να κατανοήσει τα συμπτώματα των ασθενών του και εν τέλει συμβιβάζεται με το ακατανόητο! Ταυτόχρονα, εκεί περίπου βρίσκεται η στιγμή της μεγίστης σύλληψης του Freud.
Ομολογουμένως, είναι άκρως αμφισβητήσιμο εάν ο Breuer πίστεψε σοβαρά «στην ψυχολογία» στην οποία αναφέρεται. Η συνολικά αμφίθυμη στάση του είναι το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής απογοήτευσης που έχει νίωσει όχι μόνο λόγω των ανεπιτυχών συμβάντων με την περίπτωση της Anna Ο. – στην οποία θα αναφερθούμε περαιτέρω – αλλά και λόγω και της στενής του σχέσης με τον Freud ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να αναδεικνύει τις ανεπάρκειες που υπήρχαν στην της μαιευτική μέθοδο των συναισθημάτων του ασθενούς μέσω ερωτήσεων.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα ο Breuer αρχίζει να θεωρητικολογεί πολύ ακαδημαϊκά για τις «ιδέες» και τις «διεγέρσεις» των νευρικών περιοχών του εγκεφάλου. Διατύπωσε την ημι-ψυχολογική θεωρία ότι εάν οι ιδέες και οι διεγέρσεις είναι το αποτέλεσμα της «τραυματικής εμπειρίας» θα είναι αναγκασμένες να γίνουν «συναισθηματικά αποσυνδεδεμένες» λόγω έλλειψης της ανοχής ενός τόσο βαρύ φορτίου από το νευρικό σύστημα. Έτσι δημιουργούνται «διχαστικές καταστάσεις» του μυαλού με την μια από αυτές να παραμένουν σε «υπνωτική» μορφή και την άλλη σε μια «μη-υπνωτική» κατάσταση. Μετά από αυτό ακολουθεί η «σχάση» του μυαλού. Όχι μόνο η διάσημη περίπτωση της Anna Ο. αλλά και οι πέντε κλινικές περιπτώσεις που περιγράφονται από τους δύο συγγραφείς στο κλινικό τμήμα του Τόμου ΙΙ δείχνουν τη σχάση που περιέγραψε αρχικά ο Breuer.
Ο Breuer ήταν πράγματι ο κύριος συντάκτης και ο κύριος υποκινητής των «Μελετών για την Υστερία», όπως ακριβώς το είχε δει ο Φρόιντ. Ο λόγος δε που ο Freud επέμεινε τόσο πολύ να δημοσιευτεί η εργασία του φίλου του δεν ήταν για κανέναν άλλο λόγο παρά για την ισχυρή πεποίθησή του ότι η μικρή συμβολή του σε αυτόν τον Τόμο ήταν ένα απαραίτητο βήμα στην δημοσιοποίηση της μακρόχρονης συνεργασίας του με τον Breuer αλλά και των σημείων διαφορετικότητας απόψεων ανάμεσά τους.
Ποια ήταν άραγε εκείνη η μικρή μεν αλλά τόσο σημαντική συμβολή του Freud στις «Μελέτες για την Υστερία»; Η συμβολή του Freud σε αυτόν τον Τόμο είναι ελάχιστη αλλά και ταυτόχρονα μέγιστη. Είναι η μνημειακή περιγραφή του της τεχνικής των «Ελεύθερων Συνειρμών» και της πρωτόλειας κλινικής ανάδειξης της «Σεξουαλικότητας». Ας σημειωθεί δε ότι ενώ και πάλι ο Freud μιλά για υποθέσεις και θεωρίες κατά την γνώριμη τακτική του κατόπιν στενής παρακολούθησης του κειμένου ανακαλύπτουμε ότι στη συμβολή του σε αυτόν τον Τόμο δεν κάνει τίποτα από τα δύο. Απλώς, παρατηρεί και περιγράφει τους ασθενείς του και εκφράζει κάποιες αμφιβολίες σε όσα ο ίδιος, ο Breuer και ο Charcot έπραταν με τους ασθενείς τους μέχρις εκείνης της χρονικής στιγμής. Ήταν σαφώς απογοητευμένος από τον Breuer για την αποτυχία του να καταλάβει την βασική του θέση πάνω στην σεξουαλική δόμηση της Υστερίας και κατ’ επέκταση τις νευρώσεις και τις ιδεοληψίες.

Κι’ έτσι, απ’ ενός σημείου και μετέπειτα ο Φρόιντ επιλέγει το ακριβές αντίθετο από την κατεύθυνση του Breuer. Έχει εγκαταλείψει παντελώς την ιατρική του ταυτότητα – παρά τις θεωρίες και τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται – και έχει αποφασίσει ότι θα τα μάθει όλα από την αρχή σαν να μην ήξερε τίποτα για την ιατρική ή για το νευρικό σύστημα ή ακόμα και για τον εαυτό του. Θα τα μάθει όλα από τους ασθενείς του! Έτσι, καλεί τους ασθενείς του να τον διδάξουν με τους ελεύθερους συνειρμούς τους: τι συμβαίνει στο μυαλό τους και γιατί νομίζουν ότι τους συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Τελικά τους διαβεβαιώνει ότι εάν βρει κάτι χρήσιμο να τους πει τότε μόνο θα επέμβει. Αυτή είναι η αρχή των ελευθέρων συνειρμών.
Για πολλούς στον Τόμο ΙΙ δεν θα μπορούσαμε παρά να δούμε μια μόνον υπόθεση: την αρχή της σταθερότητας. Λίγο νωρίτερα στο Σχέδιο ο Φρόιντ μας έχει πει ότι στο νευρικό σύστημα δεν μπορούμε να διακρίνουμε παρά μόνο την ποσότητα της ενέργειας και ποτέ την ποιότητα – η ποιότητα είναι παντελώς ξένη στο νευρικό σύστημα. Η ποιότητα είναι ένα δευτερογενές πράγμα του μυαλού που δεν έχει καμία αρχική αξία. Επομένως, θα μπορούσαμε μετά βίας να πούμε σε αυτό το σημείο ότι ο Freud φτιάχνει θεωρία όταν δηλώνει το ελάχιστο: όχι ποιότητα παρά μόνο ποσότητα, όχι επιστημονική γνώση της υστερίας παρά μόνο υποκειμενική γνώση του ασθενή εκφραζόμενη μέσα από ελεύθερους συνειρμούς! Και θεωρώντας ότι και τα δύο κάνουν αναφορά σ’ αυτό που είναι απών αφήνουν πολύ λίγο χώρο για αντιρρήσεις. Γιατί το αντίθετο θα είχε σημάνει να προστεθεί κάτι (π.χ. γνώση, αναβάθμιση) σ’ αυτό που δεν υπάρχει και που δεν υπάρχει τρόπος να αποκτήσει υπόσταση επειδή βασίζεται στην υποκειμενικότητα. Τι μπορεί να λεχθεί αφότου ο Freud αναγνωρίζει την άγνοιά του και ότι αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημά του στη θεραπεία των ασθενών του και επιπλέον ότι ο στόχος του στη θεραπεία είναι να φέρει τον ασθενή πίσω στα βασικά χωρίς ποιοτικές διαφορές;
Μια τέτοια ιδιόρρυθμη θεωρία που βάλει εναντίον του εαυτού της συνιστά είτε δόγμα είτε υπέρ-θεωρία. Θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια μοναδική τοποθέτηση που καθιστά τον παρατηρητή-ασθενή παρατηρούμενο και είναι υπέρ του αρνητικού πάνω από το θετικό ήτοι, πρόκειται για μία προσέγγιση υπέρ της ποσότητας που παρεμποδίζεται από την ποιότητα.
Πάνω απ’ όλα όμως ο Freud είναι κλινικός. Στην πραγματικότητα, αυτό που λέει και παραμένει υπεράνω οτιδήποτε άλλου είναι ότι υπάρχει μια τάση στην ανθρώπινη ψυχή προς τον καθησυχασμό των πραγμάτων που έχουν γίνει τεχνηέντως περίπλοκα και η τάση αυτή πετυχαίνει τον στόχο της μόνον όταν τα πράγματα γυρνούν πίσω σε μια ήρεμη κατάσταση οποτεδήποτε υπάρξει μια διατάραξη. Σύμφωνα με την παρατήρησή των ασθενών του αυτό ισχύει για όλα τα ψυχολογικά φαινόμενα και τυχαίνει να ισχύει στη φύση γενικότερα. Έτσι, αυτό που χρειάζονται οι ασθενείς του, αυτό που απαιτείται, όλα αυτά που χρειάζεται το νευρικό σύστημα, όλα αυτά που χρειάζονται τα ταραγμένα ύδατα των ωκεανών, όλα αυτά που χρειάζονται οι άνεμοι, όλα αυτά που χρειάζεται μια σφαίρα που πέφτει από τον ουρανό στη γη, όλα αυτά που χρειάζονται τα ηλεκτρομαγνητικά ρεύματα είναι η σταθερότητα. Θα μπορούσαμε εύκολα τώρα να συλλάβουμε «το σημείο μηδέν» που αναφέρθηκε στον Τόμο Ι ως το σημείο αναφοράς που προυποθέτει αυτήν την σταθερότητα.
Εδώ, βρίσκεται το πρώτο σημαντικό ψυχαναλυτικό παράδοξο: τίποτα από όλα αυτά δεν είναι μεγάλες ιδέες και αυτό είναι ακριβώς η μέγιστη ιδέα όλων ανεξαιρέτως. Η ποσότητα, η σταθερότητα, η τάση προς το μηδέν, η κίνηση της ενέργειας αποτελούν σύμφωνα με τον Freud τις βασικές αρχές της ανθρώπινης ψυχολογίας επειδή αυτό συμβαίνει στη φύση όχι λόγω οποιασδήποτε επιστημονικής υπόθεσης! Τα ποιοτικά πράγματα, εφόσον υπάρχουν, είναι μια παράβαση στη φυσική διαδικασία. Τα τελευταία μπορούν να είναι χρήσιμα σε κάθε είδος καταστάσεων αλλά είναι προφανώς προβληματικά όσον αφορά τα ψυχολογικά ζητήματα.
Το συμπέρασμα είναι ότι όταν ανακάλυψε ο Freud ότι δεν υπήρξε πραγματικά τίποτα που θα μπορούσε να περιμένει από τις επιστημονικές έρευνές του αποφάσισε ότι θα λειτουργούσε αντιεπιστημονικά και με κατά γενική ομολογία ιδιαίτερο δισταγμό έκανε καταρχάς ότι του έλεγε το ένστικτό του να κάνει: κατά τη διάρκεια της ανάλυσης έβαλε τον εαυτό του ταυτόχρονα στην θέση του γιατρού και του ασθενή. Την ίδια στιγμή έβαλε τον ασθενή ταυτόχρονα στη θέση του ασθενή και του γιατρού.
Δεν υπήρξαν τώρα δύο αλλά τέσσερις παρουσίες που ενεργούν ταυτόχρονα κατά την σχηματοποιούμενη νέα ψυχολογική του θεραπεία που έμελλε να ονομαστεί ψυχανάλυση. Αυτό το τετραδιάστατο σχήμα είχε προταθεί νωρίτερα από τον Breuer στον Τόμο ΙΙ ως μία ημι-φιλοσοφική ιδέα: «Υπάρχει στα ανθρώπινα όντα το παράξενο γεγονός» λέει ο Breuer «της αυτοσυνείδησης, είμαστε σε θέση να βλέπουμε και να παρατηρούμε ιδέες που προκύπτουν σε μας και έπονται η μια της άλλης σαν να ήταν αντικείμενα». Ο Breuer ήταν πολύ κοντά να περιγράψει ότι του είχε πει ο Freud. Όμως, συναισθηματικά ήταν απόμακρος από τον βαθύτερο εαυτό του λόγω των εντονότατων διανοητικών αναζητήσεών του.
Πράγματι, η μέθοδος των Ελεύθερων Συνειρμών του Freud στον Τόμο ΙΙ χρησιμοποίησε ακριβώς αυτήν την διπλή ανθρώπινη ικανότητα, του να είναι το υποτιθέμενο υποκείμενο ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο. Αυτή η ικανότητα επαναδραστηριοποιείται μπροστά σε ένα τρίτο μάτι του υποκειμένου που ισοδυναμεί με την ψυχαναλυτική κατάσταση: δύο άνθρωποι, τέσσαρις διαστάσεις, ένα κοινό μάτι παρατήρησης.
Μετά από μία τόσο απλή κατανόηση ο Freud υποβίβασε στο Τόμο ΙΙ άμεσα ολόκληρη την ανθρώπινη γνώση περί του ανθρώπου στη θέση ενός αντικειμένου χωρίς ισχυρό επιχείρημα αντιπαράθεσης. Ο ψυχολόγος δεν ξέρει για τα ψυχολογικά θέματα με τον τρόπο που ο εν γένει επιστήμονας γνωρίζει για άλλα μέρη της ανθρώπινης επιστήμης! Στις Μελέτες για την Υστερία ο Freud αναφέρεται στις καθέξεις που αντικαθιστούν τόσο αποτελεσματικά την ανθρώπινη ανάγκη για γνώση του εαυτού του και ακριβέστερα για την ιατρική ανάγκη γνώσης που απορρέει από αυτό που το υποκείμενο ονομάζει δυσαρέσκεια. Αυτές οι συναισθηματικές καταστάσεις που προκαλούνται από τις καθέξεις δεν έχουν καμιά σχέση με την συλλογιστική συνειδητών αποφάσεων. Είναι υπερορθολογικές καταστάσεις που υπακούνε στην αρχή της συνέχειας η οποία υπερκαθορίζει τα πάντα. Οπουδήποτε υπάρχει ψυχολογική αστάθεια η ποσότητα «λίμπιντο» παρεμβαίνει όπως τα ηλεκτρόνια, το ύδωρ, ο αέρας προκειμένου να γεφυρώσουν χάσματα.
Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι με τέτοιες στοιχειώδεις ιδέες είναι αδύνατο να πούμε ότι ο Freud δημιούργησε μια νέα θεωρία, με την εξαίρεση του αν δεχτούμε ότι νέα θεωρία είναι η θεωρία του αρνητικού και του στοιχειώδους. Και είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που ο Freud δίσταζε να συνδεθεί με τα σύνθετα θεωρητικά σχήματα του Breuer σ’ ένα κοινό Τόμο. Φοβόταν ότι η απλότητα της σύλληψής του περί των τεσσάρων διαστάσεων εντός του αναλυτικού χώρου και η έκφραση της απόφασής του να διαχωρίσει τον εαυτό του από όλες εκείνες τις θεωρίες που προσυπέγραφε στο παρελθόν θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί.
Έτσι η αρχή της ψυχανάλυσης είναι χαρακτηρισμένη σε αυτό το μεγαλειώδες έργο του Τόμου ΙΙ με την έκθεση των Ελεύθερων Συνειρμών ως sine qua non της θεραπείας. Είναι μια παράδοξη αρχή που ταυτόχρονα σηματοδοτεί την έναρξη της Μετα-ψυχολογίας: δεν υπάρχει καμιά a priori επιστημονική γνώση σε θέματα ανθρώπινης ψυχολογίας αλλά μόνο συναισθηματική γνώση που μοιράζεται μεταξύ ασθενούς και αναλυτή σε ένα σύστημα ανταλλαγής συναισθηματικών καθέξεων.
Με μια απλή κίνηση ο Freud βάζει πίσω το παρελθόν του, τον Charcot, τον Fliess, και τον Breuer όπως και όλα αυτά που συνιστούν γνώση, επιστήμη, ιατρική,
ποιότητα, και επιστημονική πρόοδο. Αλλά ας μην παραπλανώμεθα: ο Freud αναφερόταν μόνο στους ασθενείς – και κυρίως
στους υστερικούς ασθενείς – και η αντιεπιστημονική στάση του δεν ήταν η τελευταία
λέξη του. Ίσως να μην ήταν ούτε καν η αρχή που καθόρισε και θα καθορίζει τα
ψυχικά φαινόμενα. Η νέα αντιεπιστημονική
επιστήμη που ξεκίνησε με έναν εκπληκτικά ομαλό τρόπο προορίστηκε να
ανυψωθεί σε μια απείρως ανώτερη θέση
της κάθε άλλης.