Ενότητα ΙΙΙ
Οι Νευροψυχώσεις της Άμυνας, 1894
Εμμονές και Φοβίες, 1895
Τόμος III, 1893-99
Αυτές οι Παρουσιάσεις όπως έχουμε ήδη τονίσει δεν έχουν σαν στόχο τους να επαναλάβουν τα γνώριμα ψυχαναλυτικά σημεία των έργων του Freud και κατά κανένα τρόπο τα περί της αναπτυξιολογίας που αποτελεί ένα απλό συμβάν μέσα το απέραντο σύνολο αλλαγών που επιτάσει το ασυνείδητο επί μονίμου βάσης. Άλλωστε αυτά έχουν μελετηθεί τόσο πολύ και τόσο βαθειά που ο καθένας θεωρεί ότι είναι περιττό πλέον να συνεχίσει να λέει λίγο ως πολύ τα πράγματα που έχουν εξερευνηθεί ήδη από τόσες πολλές διαφορετικές γωνίες. Κι’ όμως, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσουν να συζητούνται ακαδημαϊκά και να αναλύονται ως τέτοια στο διηνεκές.
Εδώ, πρέπει να επικεντρωθούμε με έναν συστηματικό τρόπο στα ευρέως μεταψυχολογικά ζητήματα των εργασιών του Freud. Αν και γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον επτά από τα μεταψυχολογικά γραπτά του Freud έχουν απωλεσθεί έχουμε λόγους να θεωρήσουμε ότι αυτό δεν είναι δικαιολογία για την μη γνώση του τι είπε πραγματικά ο Freud πέρα από τις γνωστές του τοποθετήσεις. Το ενδιαφέρον παράδοξο εν προκειμένω είναι ότι ο,τι πραγματικά είπε ο Φρόιντ είναι από πολλές απόψεις περισσότερο από προφανές. Εξ ίσου παράδοξο είναι το γεγονός ότι κάποιος έχει δικαιολογημένα δυσκολίες στο να μείνει σε εκείνα τα σημαντικά σημεία του φρουδικού έργου για πολύ. Αυτό οφείλεται στις δικές του δεδομένες άμυνες και στις εγγενείς δυσκολίες που ως εκ τούτου φαίνεται να παρουσιάζουν οι μεταψυχολογικές αρχές.
Άλλωστε ο ίδιος ο Freud είχε δυσκολία να μείνει αδιαταλάντευτος στις συλλήψεις του επί μακρόν. Αυτή ήταν η περίπτωση ιδιαίτερα πριν από το ταξίδι του στη Γαλλία και για αρκετό διάστημα μετά από αυτό. Θα προσέθετα δε ότι ο ίδιος ο Freud – που δεν αναλύθηκε από κάποιον άλλον παρά μόνον από τον εαυτό του, εξ ου και η έννοια της αυτο-ανάλυσης – ανέπτυξε πολύ βαθμιαία και σε περιορισμένο βαθμό την αυτοπεποίθηση του να είναι ελεύθερος από εσωτερικούς και κοινωνικούς δισταγμούς. Αυτό σχετίζεται μεταξύ άλλων και με το ότι διακρίνουμε περιοχές που μία διαφορετική οργάνωση των γραπτών του κειμένων θα μπορούσε να διευκόλυνε περισσότερο προς την κατεύθυνση της καλύτερης κατανόησης κάποιων σημείων. Κι’ έτσι το σκεπτικό του είναι συχνά διακοπτόμενο και καλούμεθα να ενωποιούμε τμήματα διαφορετικών κειμένων του.
Δεν είναι ασυνήθιστο για τον Freud να πει κάτι εξαιρετικά σημαντικό εν παρόδω ή στην παρένθεση και να το βρει ο αναγνώστης πολύ αργότερα να παρουσιάζεται με τον ίδιο τρόπο στο κύριο κείμενο μιας άλλης εργασίας του. Προτού επανέλθουμε σ’ αυτό θα πρέπει να γίνει μία ακόμη εξαιρετικά σημαντική διευκρίνηση που μονίμως υπονοείται στα φρουδικά κείμενα: θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ψυχανάλυση και ειδικότερα η μεταψυχολογία δεν μπορούν παρά πρωτίστως να αναφέρονται σε ασθενείς, δηλαδή, σε άτομα που ζητούν την ψυχαναλυτική βοήθεια επειδή βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης που κανείς άλλος φορέας μηδέ εξαιρουμένου του εαυτού τους μπορεί να τους παράσχει. Κι’ έτσι χωρίς ασθενείς δεν υπάρχει ψυχανάλυση έστω κι’ αν είναι σίγουρο ότι πάντα θα υπάρχει φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχολογία και εν γένει επιστημονική ενασχόλιση με τον άνθρωπο και τα προβλήματά του! Επομένως οτιδήποτε συζητείται σε αυτές τις Παρουσιάσεις οφείλει να έχει τη δυνατότητα εφαρμογής σε ασθενείς και όχι αναγκαστικά στο ευρύ κοινό που είτε αδιαφορεί για τις «ασθένειές του» είτε χρειάζεται να τις αρνείται, πράγμα απολύτως θεμιτό και σίγουρα εκτός του πλαισίου των μεταψυχολογικών ενδιαφερόντων της ψυχανάλυσης.
Φερ’ ειπείν, τα σχόλια του James Strachey στο τέλος του πρώτου των παρόντων δύο κειμένων είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικά χρήσιμα και σοφά. Εντούτοις, πρέπει να επισημάνουμε ότι έχουν εν πολλοίς τον ίδιο ακαδημαϊκό προσανατολισμό που χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του Strachey. Αυτό από μεταψυχολογική άποψη δεν είναι βοηθητικό για τον αναγνώστη που πρωτίστως απαιτείται η συναισθηματική του συμμετοχή στη μελέτη των κειμένων του Freud έστω κι’ αν δεν χρειάζεται να χάνει την κριτική του δεινότητα. Ας θυμόμαστε πάντοτε ότι εάν ο Freud, όπως έχουμε δει, εγκατέλειψε την επιστημονική προσέγγιση από ένα ορισμένο σημείο των ερευνών και μετά το ίδιο πράγμα πρέπει να κάνει ο σύγχρονος αναγνώστης του προκειμένου να ακολουθήσει τη σκέψη του. Ο Strachey πηγαίνει από το 1894 έως το 1926 προκειμένου να γίνουν στο μυαλό του αναγνώστη οι απαραίτητες διασυνδέσεις στην ανάπτυξη της σκέψης του Freud. Αυτό είναι βεβαίως ακαδημαϊκά υγιές. Εντούτοις, μειώνει την χρονική στιγμή της εξελικτικής του κατάστασης ως προς την αντίληψη των σημαντικών πραγμάτων της σκέψης του Freud και στερεί τον αναγνώστη από το αίσθημα της δύναμης της απλής, κλινικής και βαθειά εμπειρικής σκέψης του Freud. Το γράψιμο του Freud είναι μια σημαντικά συναισθηματική προσπάθεια αν και κατά περιόδους καλύπτεται από μια επιστημονική (εάν όχι ιατρική) επιμέλεια. Σε τελευταία ανάλυση, ας μην ξεχνάμε ότι εάν ο Freud ήταν από πολλές απόψεις διαφορετικό άτομο μετά από την επιστροφή του από τη Γαλλία δεν ήταν επειδή είχε μάθει εκεί κάτι εξαιρετικό (ή ακόμα και άγνωστο) σε αυτόν. Είχε μάθει κυρίως να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να μην αισθάνεται υποχρεωμένος να παρουσιάζει νευρολογικές μελέτες (ή ακόμα και το ίδιο το Σχέδιο) σαν να ήταν φορείς ψυχολογικής αλήθειας όταν δεν το πίστευε. Βέβαια, μετά απ’ αυτή του την εξέλιξη και με δεδομένη την αντι-επιστημονική του επιστημοσύνη στην οποία είχε καταλήξει θα αναρωτιόταν κανείς τι άλλο θα μπορούσε να έχει απομείνει στο μυαλό του ως αναζήτηση της γνώσης που δεν θα ήταν εμπειρία. Αυτή η έστω και ενοχλητική ερώτηση τέθηκε στον ίδιο εκ των έσω. Απετέλεσε δε στη συνέχεια το υπαρξιακό ερώτημα του ιδίου του Φρόιντ αλλά και του κάθε ψυχαναλυτή στη συνέχεια. Αν η ψυχανάλυση όντως δεν είναι επιστήμη αλλά υπέρ-επιστήμη και η αυτοπεποίθηση του ψυχανάλυτη φορέας της δεινότητάς του να αντιλαμβάνεται το ασυνείδητο του ασθενούς τότε τι είναι η ψυχανάλυση? Η ερώτηση θα μπορούσε να περιμένει πολλά χρόνια προκειμένου να απαντηθεί.
Στα παρόντα μνημειακά κείμενά του ο Freud – αν και με την μορφή σύντομων εργασιών – πηγαίνει αρκετά βήματα περαιτέρω από τα όσα έχει πρότεινε έως τώρα. Καταρχάς, θέλει να εξετάσει εάν μπορεί να υπάρξει μια ενοποιητική άποψη όλων των ψυχικών καταστάσεων που στην κλινική πράξη εκφράζονται ως ψυχώσεις και νευρώσεις. Μη θέλοντας να πάει στις μη-πειστικές ψυχολογικές ή νευρολογικές θεωρίες του καιρού αναρωτιέται σιωπηρά την βασική ερώτηση: από τι θεωρεί ένα άτομο σε ψυχολογική διαταραχή ότι συνίσταται το πρόβλημά του; Αυτό το τόσο στοιχειώδες ερώτημα του ατόμου που ισχυρίζεται ότι πάσχει από κάτι είναι θεμελειώδους σημασίας και ανεξαρτήτως της απάντησης που φυσικά αδυνατεί να δώσει η επαναληπτική του και ψυχαναγκαστική του διάσταση είναι δεδομένη. Απαντά δε μονίμως ότι είναι βεβαίος πως άλλοτε το σώμα του, άλλοτε οι ιδέες του που ακολουθούνται από τις λέξεις και τις σκέψεις του ευθύνονται.
Εν τούτοις, υπάρχει κάτι περισσότερο. Οι ιδέες, οι λέξεις, οι σκέψεις και οι σωματικές μετακινήσεις είναι σημαντικές και απολύτως σχετικές με τα συστατικά στοιχεία που βρίσκουμε στην υστερία αλλά δεν είναι μόνον αυτά από τα οποία συνίσταται ένας ασθενής. Ο άνθρωπος σε κατάσταση ψυχικού κινδύνου – λέει με κάποια αθωότητα ο Freud σε αυτό το κείμενο – αποτελείται επίσης από κάτι συμβατικά αποκαλούμενο «συναίσθημα». Συνεπώς, ένας ασθενής αποτελείται από το σώμα του, τις ιδέες του (λέξεις, σκέψεις, και απόψεις), τα συναισθήματά του και τίποτα άλλο πέραν αυτών. Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία του επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο που μπορεί εμπειρικά να δει στον εαυτό του. Ακόμη κι’ αν υιθετήσει την άποψη ότι πάσχει από μία έλλειψη, φερ’ ειπείν, των γνωστών μας νευροδιαβιβαστών, αυτό δεν παύει να είναι μία σωματοιδεατή πεποίθησή του. Ο γιατρός τον καταλαβαίνει επειδή ο ίδιος έχει σίγουρα βιώσει ψυχολογικά τα ίδια στοιχεία του εαυτού του κάτω από παρόμοιες συνθήκες με αυτές του ασθενή του διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να επικοινωνήσει μαζί του.
Μέχρι τώρα όλα καλά, αν και για μία ακόμη φορά κανένας βεβαίως δεν θα έλεγε ότι αυτό είναι μια μεγάλη ανακάλυψη που στο σημείο αυτό έχει κάνει ο Freud. Κι’ όμως, θα δούμε πόσο θεμελιώδους σημασίας έχει υπάρξει στη συνέχεια. Κι’ έτσι ο Freud προχωρά στην διατύπωση περαιτέρω τετριμμένων ανακαλύψεων: τι είναι αυτά τα τρία στοιχεία;. Θέλοντας να παραμείνει στο βιωματικό κλίμα που έχει ξεκινήσει απαντά ότι όσον αφορά το σώμα αυτό φαίνεται να υπακούει λίγο πολύ παθητικά στα μεγάλα αιτήματα του «ξένου σώματος» που ειρήσθω εν παρόδω στο παρόν κείμενο δικαίως το αποκαλεί «παράσιτο» και βρίθει συναισθημάτων. Το τοπίο, επομένως, καταλαμβάνεται τώρα από την υπόλοιπη ισχυρή δυάδα, την ιδέα και τα ανεξάρτητα (ιδεών ή σώματος) συναισθήματα. Κατ’ αρχάς, καμία ιδέα από μόνη της δεν συνιστά βιωματική εγγραφή. Πράγματι, το «ξένο σώμα» ή οποιαδήποτε άλλη διαμόρφωση μπορεί να παραγάγει ιδέες αλλά αυτό κατά κανένα τρόπο δεν αποτελεί πρόβλημα για το άτομο. Κανένας δεν παθαίνει κάτι με το να ακούσει ιδέες ή με την παραγωγή των δικών του ιδεών. Μόνο όταν κάτι συμβαίνει με την βιωματικά ιδιαίτερη κατάσταση που αποκαλούμε «συναίσθημα» (ή, από βιολογική άποψη, «διέγερση των νεύρων») το άτομο εκθέτει ένα ψυχολογικό πρόβλημα που το απασχολεί και αντιμετωπίζεται από το γιατρό, τον ψυχαναλυτή, τον ψυχοθεραπευτή, τον κοινωνικό λειτουργό κ.λπ.
Συνεπώς, εν το συνόλω, το «ψυχολογικό πρόβλημα» ανεξαρτήτως προέλευσης δεν είναι τίποτα άλλο από «συναισθηματικές» καταστάσεις «δυσαρέσκειας», ένας όρος που υπενθυμίζουμε ότι έχουμε βρει να δηλώνεται με έμφαση στον Τόμο Ι. Περιγράφηκε εκεί ως το θεμελιώδες γνώρισμα της ύπαρξης και γενεσιουργό αίτιο κάθε αρνητικού βιώματος. Είναι μία τάση να ξεφορτωθεί το άτομο κάτι που θίγει την ισορροπία του. Συνίσταται βιωματικά σε μια καταγγελία του ατόμου περί της ύπαρξης του κάτι μη αποδεκτού μέσα του, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση της καθολικής τάσης για ηρεμία, συνέχεια, σταθερότητα και για το σημείο μηδέν. Κατά συνέπεια, από την κλινική άποψη, τα ψυχολογικά προβλήματα καλούνται παθολογικά βιωματικά γεγονότα και σύμφωνα με τον ασθενή και το γιατρό καλύπτονται από τους όρους υστερικός, ιδεοληπτικός, φοβικός, ψυχωτικός. Όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα ενός παράγοντα που συμβαίνει μεταξύ των ιδεών, των συναισθημάτων και του σώματος. Ο Freud μάλλον σιωπηρά αναρωτιέται τι άραγε να είναι αυτά!
Σαν αποτέλεσμα της βιωματικής γνώσης που έχουμε και χωρίς την ανάγκη για μια υποθετική ερώτηση όλοι όσοι τους αφορά το θέμα ξέρουμε ότι αυτά τα τρία στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης (σώμα, ιδέες, συναισθήματα) είναι ενωμένα σε μια δυναμική σχέση μεταξύ τους. Προτού να πάμε στην εξέταση του τι λέει ο Freud ότι συμβαίνει μεταξύ των ιδεών, του σώματος και των συναισθημάτων ας αφήσουμε για λίγο κατά μέρος το κείμενό του. Έτσι, επιτρέπουμε στον εαυτό μας να διατυπώσουμε τον τύπο ερώτησης που ο Freud είχε κάνει στον εαυτό του από τον καιρό κιόλας που εγκατέλειψε το Σχέδιο: Ας σκευτούμε το εξής σενάριο. Ένα αυτοκίνητο ταξίδευε κατά μήκος ενός αυτοκινητόδρομου και ξαφνικά εξαφανίζεται. Τότε τι κάνει ο ανακριτής της αστυνομίας που τυπικά καλείται να εξετάσει την περίπτωση; Πρόκειται να προσπαθήσει να ανακαλύψει εν μέσω τριών πιθανοτήτων τι του συνέβη: α). τη δυνατότητα ότι το αυτοκίνητο εγκαταλείφθηκε στα χωράφια κατά μήκος της εθνικής οδού β). ότι ο οδηγός άλλαξε διαδρομή στρίβοντας σε έναν από τους δευτερεύοντες δρόμους γ). ότι ο αυτοκινητόδρομος για κάποιους λόγους (π.χ. χιονόπτωση) είναι απροσπέλαστος και το όχημα δεν έχει ταξιδέψει. Οποιοσδήποτε ανακριτής θα σκεφτόταν παρομοίως εντός μιας τριάδας παρόμοιου συλλογιστικού: Εάν αποκαλέσουμε το όχημα «συναισθήματα», τον αυτοκινητόδρομο «ιδέα» και το αχανές τοπίο «ανθρώπινο σώμα» τότε ο ανακριτής που εξετάζει την υπόθεση μπορεί να ονοματίσει ως «υπόθεση α» την υστερία,ως «υπόθεση β» τον ψυχαναγκασμό και ως «υπόθεση γ» την ψύχωση.
Αυτός είναι πάντοτε ο τριπλός τρόπος με τον οποίο συγγλίνουν ή αποκλίνουν τα πάντα και ο Freud βεβαίως θεώρησε ότι το ίδιο πράγμα απαραιγκλίτως πρέπει να συμβαίνει με ψυχολογικούς όρους. Πράγματι, το η ανθρώπινη κατάσταση αποκαλούμενη συναίσθημα του ασθενή μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει προκειμένου να πάει κι’ αυτή πίσω σε μια κατάσταση σταθερότητας (α, β ή γ που μεταψυχολογικά μπορούμε να την αποκαλέσουμε ηδονή) η οποία έχει απολεσθεί – εξ αιτίας οποιοδήποτε λόγου – και λειτουργώντας εντελώς ανεξάρτητα ουδόλως ενδιαφέρεται για την όποια άποψη του ανακριτή της αστυνομίας ως προς το τι θα όφειλε να είχε κάνει. Κι’ έτσι το συναίσθημα (όχημα με τον οδηγό του) μπορεί να σταματά, να αλλάζει κατεύθυνση, να κινείται πάλι ελεύθερα, να απομονώνεται από τυχαία γεγονότα, να είναι ελεύθερο να υπηρετήσει τους στόχους που είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητοί από το επιφανειακό μάτι ενός αστυνομικού.
Εν ολίγοις, το συναίσθημα κάνει οτιδήποτε θέλει με οποιαδήποτε φυσική επιλογή τριαδικής πιθανότητας της εξέλιξης επιθυμεί το ίδιο και συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει κανένας απολύτως λόγος ότι είναι ποτέ δυνατόν τα πράγματα της ανθρώπινης ψυχολογίας που εκφράζονται ως νοσηρά εξ αιτίας του ξένου σώματος που περιγράφει ο ασθενής να είναι διαφορετικά. Μόνον στο επίπεδο της απαράδεκτης μαγείας ή, της μεταφυσικής θα μπορούσε κάτι να εξέλθει του προκαθορισμένου τρισδιάστατου πλαισίου. Τοιουτοτρόπως σκέφτηκε ο Freud επειδή άπαντες είμαστε για κάποιο λόγο (ακόμη αδιευκρίνιστο) αναγκασμένοι να σκεφτούμε παρομοίως κάτω από παρόμοιες περιστάσεις.
Υπάρχει, εντούτοις, ένα πρόσθετο πράγμα προκειμένου να μάθει ο ανακριτής την απόλυτη αλήθεια για το εξαφανισθέν όχημα: Πόση βενζίνη είχε ο οδηγός τοποθετήσει στο ντεπόζιτο για το ταξίδι του; Ο ανακριτής θα μπορούσε να καλέσει τη βενζίνη του οχήματος «ενεργειακή δύναμη». Αυτή η ποσοτική ερώτηση δεν έχει καμία σχέση με την ποιότητα της χρησιμοποιούμενης βενζίνης. Βεβαίως το όχημα δεν θα μπορούσε να κινείται στο διηνεκές. Πρέπει κάπως να έχει σταματήσει κάπου! Πάλι, μία δεδομένη συναισθηματική κατάσταση υπαγορεύει στον ανακριτή αυτό που ο καθένας θα αντιμετωπίσει σ’ ένα τέτοιο σενάριο.
Και τώρα ας αναρωτηθούμε ξανά: είναι οι ανωτέρω αρκετά μεγάλες ιδέες προκειμένου να κληθούν μεγάλες ανακαλύψεις όταν συμβαίνουν πάντα οπωσδήποτε στη φύση; Στην πραγματικότητα, οποιοσδήποτε ανακριτής ανίκανος να σκεφτεί με αυτόν τον στοιχειώδη τρόπο δικαιολογημένα θα είχε απομακρυνθεί από την υπηρεσία. Επομένως, μπορούμε μετά βίας να πιστέψουμε ότι ο Freud έχει κάνει οποιαδήποτε μεγάλη ανακάλυψη σε αυτό το σημαντικότατο έργο του. Ενδεχομένως να πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το μεγαλείο αυτού του έργου είναι ακριβώς ότι εδώ ο Freud διαπερνά τις ανθρώπινες άμυνες που αρνούνται να δουν το προφανές μόνον όταν πρόκειται περί των ψυχικών πραγμάτων, δηλαδή, περί του ιδίου του ξένου σώματός τους που τους παρενοχλεί με την μορφή της νεύρωσης, της ψύχωσης ή, του ψυχαναγκασμού.
Το έργο του είναι πράγματι και χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία μνημειακό στο έπακρο για δύο ακόμη λόγους. Ο Freud έχει πρώτα και προ πολλού ανακαλύψει την ανθρώπινη ανικανότητα (ψυχολογική, ψυχιατρική ή κοινωνική) να αντιμετωπίσει στοιχειώδη πράγματα όταν έρχεται να εξετάσει τα δικά του ψυχολογικά προβλήματα. Έχει εισαγάγει για πρώτη φορά εκτενώς την έννοια της «άμυνας» ως λόγο για μια τέτοια ανικανότητα: τίποτα δεν μπορεί πραγματικά να αναφερθεί για τους λόγους που το συναίσθημα άφησε μια ιδέα, προσκοληθηκε σε μία άλλη, αποκόπηκε από μια άλλη, για το πώς όλα αυτά συνέβησαν κ.τ.λ. κ.τ.λ. Στην περίπτωση του οδηγού του οχήματος αν και ήξερε γιατί έκανε ότι έκανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του μπορούσε να επιλέξει να μην πει τίποτα σε κανένα. Το «συναίσθημα» θα μπορούσε να έχει κάνει ώστε να ξεχαστεί ότι δεν το εξυπηρετούσε. Όπως μας υπενθυμίζει ο Freud, αυτό είναι εκείνο που βλέπει κανείς στην κλινική πρακτική του με τους ασθενείς του.
Εν ολίγοις, ο Freud εξετάζει προοδευτικά τους λόγους για τους οποίους όλα αυτά πρέπει να εξετάζονται βιωματικά και όχι επιστημονικά. Η κύρια ερώτησή του παρέμενε το να ανακαλύψει ποιος επιτέλους ήταν ο λόγος που είχε αποτύχει τόσο παταγωδώς με το τέλεια προγραμματισμένο Σχέδιο του – κάτι που ποτέ δεν ήθελε να έχει ξεχάσει! Σε τελευταία ανάλυση, το τι συμβαίνει στον ασθενή λόγω των αμυνών του δεν μπορεί να είναι καθόλου διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει στο γιατρό που αποτυγχάνει να καταλάβει τον ασθενή του παρά την προηγμένη γνώση του επί συγκεκριμένων θεμάτων που αφορούν και τους δύο. Το ότι ο Freud (και ο Breuer ως ένα βαθμό) είχε φτάσει να υιοθετήσει τη μέθοδο των ελεύθερων συνειρμών και της κατάστασης των τεσσάρων διαστάσεων – όπως ήδη έχουμε δει στον Τόμο ΙΙ – τον βεβαίωνε στο να διαπιστώνει μονίμως το τρισδιάστατο του υποκειμενικού βιώματος που εν κατακλείδι σε κάθε επικοινωνία υπάρχει διαφορετικότητα Α-Β, διαφορετικότητα Β-Α, ομοιότητα των Α και Β.
Έτσι, εισάγουμε τη δεύτερη μεταψυχολογική συμβολή του Freud σε αυτό το ανεπανάληπτο κείμενο. Η εξήγηση που δίνεται για την αμυντική δυσκολία του ανθρώπου να δει το προφανές δίνεται στο κείμενο: «….στις διανοητικές λειτουργίες κάτι πρόκειται να διακριθεί – μια ποσόστωση του συναισθήματος ή το ποσό της διέγερσης – που κατέχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ποσότητας (αν και δεν έχουμε κανένα τρόπο μέτρησής της) η οποία είναι ικανή για…».
Προτού προχωρήσουμε ας συνεχίσουμε για λίγο με τη μεταφορά που χρησιμοποιήσαμε σχετικά με τον ανακριτή της αστυνομίας την οποίαν εισάγαμε νωρίτερα: Κατά τη διάρκεια της αναζήτησής του χαμένου οχήματος (και του οδηγού μέσα σ’ αυτό) ο ανακριτής προκειμένου να λύσει τον γρίφο πετά μ’ ένα ελικόπτερο πάνω απ’ την περιοχή για να παρακολουθήσει ευκολότερα στην αναζήτησή του. Κατόπιν, διαπιστώνει ότι το όχημα το είδε αλλά αυτό κάπως εξαφανίστηκε! Ακριβώς την ίδια στιγμή που το βλέπει ο ανακριτής, είτε στα χωράφια, είτε σε ένα παράδρομο είτε σε ένα κρυφό μέρος του αυτοκινητόδρομου ή, οποιουδήποτε συνδυασμού των τριών αυτό και πάλι χάνεται! Μετά επανεμφανίζεται και ξανά-χάνεται. Συμβαίνει ένα είδος παράξενου μετασχηματισμού του οχήματος με ικανότητα ακαριαίας μη-παρουσίας! Τότε ο ανακριτής θα αναφέρει στον ανώτερό του ως θέμα ρουτίνας ότι το βρήκε το όχημα και το έχασε και πάλι ως διά μαγείας. Εντούτοις, μετά από εκατό φορές που αυτό συμβαίνει το αστυνομικό τμήμα θα καλέσει τελικά την κυβέρνηση και θα αναφέρει ότι η περίπτωση δεν είναι στην αρμοδιότητά του επειδή είναι ένα θέμα επιστημονικής έρευνας που ανήκει στη μελέτη των αντικειμένων με εξαιρετικές δυνάμεις. Είναι σίγουρο ότι το θέμα θα επιλυθεί εν εύθετο χρόνο με τη συνεργασία τώρα δύο τμημάτων, της αστυνομίας και του τμήματος επιστημονικής έρευνας. Έτσι, όταν λέει ο Freud εκείνο το «αν και δεν έχουμε κανένα μέσο να το μετρήσουμε» αναφέρεται ακριβώς σε αυτό το ίδιο πράγμα. Στο παράδοξο φαινόμενο της ανάγκης για τη συνεχή έρευνα για να επιλυθεί κάτι που ξέρουμε ότι δεν θα επιλυθεί ποτέ! Διότι το όχημα τελικά κάπως θα βρεθεί αλλά το μυστήριο του τι ακριβώς συνέβη ποτέ δεν θα διαλευκανθεί! Αλλά γιατί μια τέτοια μάταιη δήλωση;
Εδώ ο Freud κάνει την πρώτη σαφή και κατηγορηματική διάκρισή του για τις διαφορές μεταξύ των επιστημονικών και ψυχολογικών ζητημάτων και κατά κάποιο τρόπο έρχεται πιο κοντά στο λόγο που απέτυχε με το Σχέδιό του: Γιατί δεν έχουμε κανένα μέσο να μετρήσουμε το συναίσθημα, τη διέγερση των νεύρων που περιλαμβάνονται στην υστερία, την ιδεοληψία και την ψύχωση; Έχουμε ήδη την μερική απάντηση. Βρίσκεται ενσωματωμένη στην έννοια της «ηδονής» στον Τόμο Ι και στο συμπλήρωμά της στον παρόντα Τόμο: «Στην υστερία», λέει ο Freud, «η ασυμβίβαστη ιδέα καθίσταται αβλαβής από το ποσό της διέγερσης που μετασχηματίζεται σε κάτι σωματικό». Έτσι, ο λόγος ότι το ποσό της διέγερσης δεν μπορεί να μετρηθεί είναι επειδή κάτι διαφορετικό έρχεται στο δρόμο της. Τώρα, μπορούμε όντως να δούμε από την βιωματική άποψη ότι το αποκαλούμενο «συναίσθημα» που επενδύει την τυχόν όποια ιδέα με την αλλαγή της ιδεατής διαδρομής της κάποια ικανοποίηση και δημιουργείται ένα νέο συναίσθημα. Κι’ έτσι το βίωμα παίρνει την μορφή ότι κάτι συνέβη προκειμένου να ξεφορτωθεί το παλαιό πλεόνασμα συναισθήματος και έτσι συμπεριφέρεται σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ… οποιοδήποτε πρόβλημα!
Ο ασθενής – ή, πράγματι, ο εξετάζων ιατρός, το μόνο πράγμα που παρατηρούν είναι ότι η ικανοποίηση που σταματά την κατανόηση αυτού που έχει συμβεί σχεδόν μυστηριωδώς μόλις φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο. Επομένως, από μια περισσότερο στενή παρατήρηση συμπεραίνουμε ότι το εμπόδιο στη μέτρηση του συναισθήματος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η λειτουργία της αρχής της ηδονής που έχει τις βαθύτερες ρίζες της στο φυσικό φαινόμενο της καθολικής σταθερότητας και της συνέπειας των πραγμάτων μέσω αδιαφορίας. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα που διευκρινίζεται στα πλαίσια αυτού του σημαντικού κειμένου.
Ας φανταστούμε την συγκυρία κατά την οποία ο ανακριτής της αστυνομίας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον οδηγό του οχήματος π.χ. ο ανακριτής λόγω πείρας και χαρακτήρος καταλαβαίνει επακριβώς τις περίεργες πράξεις του οδηγού του οχήματος. Εάναυτό συνέβαινε τότε η μέτρηση της ενέργειας, η απόσταση, η οδική αλλαγή θα μπορούσαν να έχουν ελεγχθεί τέλεια από τον εμπειρότατο ανακριτή της αστυνομίας στο ελικόπτερο παρά τα όποια παιχνίδια που θα έπαιξε ο οδηγός. Έτσι, φθάνουμε αναπόφευκτα σε μια απίθανη κατάσταση: το όχημα με τον οδηγό (το συναίσθημα) είναι πάντα χωρισμένο σε δύο μέρη όταν αναφερόμαστε στην υστερία, ιδεοληψία, φοβία και ψύχωση – στον οδηγό και στον οδηγό/ανακριτή. «Συνεπώς» λέει ο Freud «το ίχνος της μνήμης της απωθημένης ιδέας δεν έχει, σε τελευταία ανάλυση, διαλυθεί και από τούδε και στο εξής, διαμορφώνει τον πυρήνα μιας δεύτερης ψυχικής ομάδας». Ο δισδιάστατος άνθρωπος του Breuer έχει γίνει τώρα ο δισδιάστατος ασθενής της υστερίας, της ιδεοληψίας, της ψύχωσης και της φοβίας, όχι ως φιλοσοφική ή ιατρική άποψη αλλά ως γεγονός μέσα στο ψυχαναλυτικό χώρο της συνεδρείας. Ένα γεγονός που εκπορεύεται από την πιο στοιχειώδη ανθρώπινη σκέψη στο σημείο ρήξης προτού η ηδονή ξαναγίνει δυσαρέσκεια. Διότι, είναι πράγματι εξαιρετικά ανυπόφορο να αντιλαμβάνεται κανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα την μη-ενότητα του εαυτού που διχάζεται. Τότε, το δεύτερο μέρος του εαυτού (ο ανακριτής/οδηγός) πρέπει συνεχώς να κρατιέται σε απωθημένη κατάσταση.
Σε αυτό το κείμενο ο Freud μας έχει εισάγει στη μεγάλη διάκριση μεταξύ της έρευνας της ανθρώπινης ψυχολογίας σε αντιδιαστολή με οποιαδήποτε άλλη. Μας έχει εισάγει στην παρούσα κατάσταση που λέει ότι ο ανακριτής της αστυνομίας είναι πάντα εσωτερικευμένος και στο ποιες είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας κατάστασης ασυνείδητης γνώσης. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εάν ο Freud είχε γράψει μόνο τις «Νευροψυχώσεις της Άμυνας» θα είχε επίσης καταξιωθεί ως ένας από τους μέγιστους οραματιστές όλων των εποχών. Με δεδομένα τα ανωτέρω στο δεύτερο κείμενο για τις Ιδεοληψίες και τις Φοβίες ο Freud προσπαθεί να διευκρινίσει κυρίως την έννοια της «φοβίας» θεωρώντας ότι η κινητικότητα του συναισθήματος στην περίπτωση των ιδεοληψιών είναι αρκετά κατανοητή και προφανής. Έρχεται σε δύσκολη θέση όταν αναφέρεται στις διάφορες συνδέσεις του άγχους και των φοβιών. Δεν θα επιθυμούσαμε να πάμε σε αυτό το σημείο στις πιο ύστερες εργασίες του Φρόιντ που συζητούν για το άγχος. Εντούτοις, βάσει όλων των μέχρι τούδε εκτεθέντων θα μπορούσαμε ίσως να δούμε ποια είναι η δυσκολία στην επιτέλεση προόδου στο ζήτημα της συσχέτισης της φοβίας και του άγχους πέρα από τον γενετικό συσχετισμό που κάνει το κείμενο. Πράγματι, η ύπαρξη ενός ξένου σώματος παρασιτικής φύσης καθώς βιώνεται εμπειρικά παράγει μια συναισθηματική κατάσταση που δεν εκφράζεται παρά μέσω του «άγχους». Αυτό δεν είναι αλήθεια καθόσον γνωρίζουμε ότι η σωματική διάσταση του άγχους είναι μόνον μία μεταξύ τριών πιθανοτήτων. Αυτήν την πολύ μαζική οντότητα του άγχους θα την βρίσκουμε μπροστά μας πολύ συχνά και κάθε φορά ο φόβος που συνυπάρχει δημιουργεί πολλές και παράπλευρες διασυνδέσεις.