Ενότητα Ι
Προ-Ψυχαναλυτικές Δημοσιεύσεις και Αδημοσίευτα Κείμενα
Τόμος Ι, 1886-99
Σ’ ένα πολύ επιτυχές Συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης για την «Ψυχαναλυτική Πρακτική: Συγκλίσεις και Αποκλίσεις» (2009) υπήρξε η ευκαιρία για άλλη μια φορά να παρατηρηθεί πόσο απομακρύνθηκε φαινομενικά η ψυχανάλυση από τις φροϋδικές έννοιες του Ασυνείδητου, των αμυνών, της μεταβίβασης ή ακόμη και ζητήματα αντιμεταβίβασης. Σήμερα, δίδεται η εντύπωση ότι ζούμε την ταχεία και αποδοτική εποχή της πληροφόρησης και η κυρίαρχη άποψη είναι ότι εάν η ψυχανάλυση είναι να επιζήσει αυτή πρέπει να ακολουθήσει τις προφανείς απαιτήσεις που έχει η κοινωνία. Κατά συνέπεια, λέγεται ότι καλά εκτελεσμένα ψυχαναλυτικά ερευνητικά προγράμματα, η τηλεφωνική ψυχανάλυση, η σατλ ψυχανάλυση, οι θεωρίες του Bion για τις διαδικασίες της σκέψης στη ψυχανάλυση, είναι μερικά από τα ζητήματα που θα πρέπει να περιγράφουν το ψυχαναλυτικό πλαίσιο του εγγύς μέλλοντος.
Όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα επειδή επιτέλους ζούμε την μακροχρονίως αναμενόμενη στιγμή της μεγάλης ειλικρίνειας στην ψυχανάλυση. Όλα είναι τώρα έτοιμα να συζητηθούν και να συζητηθούν χωρίς προκατάληψη. Υπό αυτήν την έννοια, φερ’ ειπείν, ο Dr Eizirik, που προήδρευσε μεγάλων αλλαγών επί σειρά ετών, θα παραμείνει στην ιστορία της ψυχανάλυσης ως ο Πρόεδρος που φαίνεται σαν να άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Ο χρόνος που οι αναλυτές ακολούθησαν πιστά και σχεδόν παθιασμένα τις ερμηνείες και τις θεωρητικές ιδέες του αναλυτή ή/και του επόπτη τους χωρίς πραγματικά να πιστέψουν με την καρδιά τους σε αυτές φαίνεται να διαβρώνεται. Σήμερα κάθε νέος αναλυτής αισθάνεται αρκετά πιο ελεύθερος να μιλήσει όπως οιοσδήποτε κατάλληλος επιστήμονας κάνει για τις προσωπικές και επαγγελματικές του ανησυχίες, όπως, παραδείγματος χάριν, την έλλειψη ασθενών στην πρακτική του, πράγματα σχετικά με την εργασία του και τα ακαδημαϊκά ερωτήματά του.
Όμως, αν δεχτούμε κάτι τέτοιο ως αναμφισβήτητα ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα εμπρός είναι άραγε αρκετό για να ισχυριστούμε μια νέα αρχή στην ψυχανάλυση; Προκειμένου να προχωρήσει αυτός ο διάλογος σχετικά με τις Συγκλίσεις και τις Αποκλίσεις στην Ψυχαναλυτική Πρακτική και Θεωρία πρέπει να συμπεριλάβει όχι μόνο το εμεις – τους σύγχρονους αναλυτές και τις απόψεις μας – αλλά επίσης και το τι πραγματικά είπε ο Freud! Στο Σικάγο, αυτό έλειπε σε έναν ιδιαίτερο βαθμό. Ήταν σαν ο Freud να έχει μελετηθεί πλήρως και να έχει γίνει de facto κατανοητός έτσι ώστε να είναι περιττό να συνεχίσουμε να μιλάμε για το έργο του επί μακρόν. Όσοι από εμάς θεωρούν ότι αυτό δεν ισχύει πρέπει, φυσικά, να κρατήσουν το δικαίωμα να υποστηρίξουν τη Φροϋδική άποψη ανοιχτή παράλληλα με τους υπόλοιπους που υποστηρίζουν τόσες πολλές άλλες διαφορετικές απόψεις. Τώρα είναι ο σωστός χρόνος να κάτσουμε κάτω ήρεμα και να ξαναδιαβάσουμε στο σύνολο του τι είπε πραγματικά ο Freud! Ίσως τότε να ανακαλύψουμε πολλά νέα πράγματα που αγνοήθηκαν πάνω στον ενθουσιασμό της εξιδανίκευσης και της ανακούφισης από την διαίρεση του Freud σε κατηγοριοποιήσεις και Ψυχαναλυτικές Σχολές που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια των μερικών δεκαετιών της ψυχαναλυτικής ιστορίας. Αυτό είναι δύσκολο αλλά είναι ο μόνος τρόπος να αποκαλυφθεί η νεωτερικότητα της ψυχανάλυσης.
Γι’ αυτό το λόγο και ως μια μικρή συμβολή σε αυτήν την συζήτηση θα εξετάσουμε εδώ σχεδόναποκλειστικά το έργο του Freud από την αρχή ακολουθώντας τους τόμους της Αγγλικής Τυποποιημένης Έκδοσης. Επιθυμούμε δε να υπάρξουν πραγματικά ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις επ’ αυτού που θα ενισχύσουν το ενδιαφέρον των επαγγελματιών για την Κλασική Ψυχανάλυση. Επιπλέον θα είναι ιδιαιτέρως καρποφόρο εάν μέσω αυτών των κειμένων θα μπορούσαμε να σύρουμε τις διαχωριστικές γραμμές των διαφορών και των ομοιοτήτων μεταξύ της Κλασικής Ψυχανάλυσης και των άλλων «Ψυχαναλύσεων».
Οι τελευταίες είναι όλες αναπτυξιακές στην προσέγγισή τους. Είναι αναμφισβήτητα οι πλέον προεξέχουσες σήμερα και σίγουρα είναι πολύ ευκολότερο να κατανοηθούν καλύτερα απ’ ότι η κλασική ψυχανάλυση με το έντονο μεταψυχολογικό της υπόβαθρο. Γι’ αυτό η κλασική ψυχανάλυση θα παραμένει ο μόνος απλός αν και δύσκολος τρόπος να κατανοηθεί τι εννοούσε πραγματικά ο Freud με τον όρο ψυχανάλυση. Και υπάρχουν τεκμηριωμένοι λόγοι να θεωρεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια αυτών των Παρουσιάσεων θα κάνουμε ένα βήμα προς τα εμπρός στην κατανόηση όχι μόνο της θεωρίας της αλλά και της πρακτικής και κλινικής της εφαρμογής. Επιπλέον, αυτοί οι λόγοι προτείνουν ότι είναι μόνο μέσω του μέσου της μεταψυχολογίας, ότι αυτού του είδους η κατανόηση μπορεί να πραγματωθεί.
Ακόμα και από το 1895, η Mεταψυχολογία ήταν το κύριο ενδιαφέρον του Freud, αν και τότε δεν το εξέφρασε κατ’ αυτό τον έντονο τρόπο. Φερ’ ειπείν, όταν αναφέρεται στο ‘Πρώτο Ψεύδος’ της ζωής – σ’ αυτό για το οποίον είμαστε εξ’ αρχής ‘υστερικά’ υπεύθυνοι χωρίς ποτέ να μπορούμε να το παραδεχτούμε – έχουμε μία σαφή εικόνα του προσανατολισμού του Φρόιντ! Ελπίζω ότι θα έχουμε συχνά την ευκαιρία να συζητήσουμε όλα αυτά βάσει μέσω των γραπτών του Freud παρά από κοινού με άλλες παραμέτρους και παρυσφρύσεις. Κατόπιν, μπορούμε να διαφωνήσουμε με το τι λέει ο ίδιος αλλά τουλάχιστον θα ξέρουμε από πρώτο χέρι τι έχει πει!
Στον παρόντα πρώτον τόμο (Τόμος Ι) βρίσκουμε διάφορα άρθρα, αλληλογραφία με τον στενό και αξιόπιστο φίλο του Fliess, πρώιμες ερευνητικές εργασίες, τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στο Παρίσι και από τον καθηγητή Charcot και, φυσικά, το περίφημο «Σχέδιο» για μια Επιστημονική Ψυχολογία. Όλ’ αυτά είχαν γραφτεί από τον Freud στην έναρξη των νευρολογικών ερευνητικών εργασιών και των δημοσιευμένων ψυχολογικών συλλήψεών του αλλά δεν είναι απαραιτήτως τα ποιό πρώιμα. Και όμως, είναι υπέροχο το ότι ο James Strachey, βάζοντας στην άκρη τη χρονολογική σειρά των πραγμάτων, αποκαλεί τον Τόμο Ι «Προ-Ψυχαναλυτικό». Αυτό δικαιολογείται υπό την έννοια ότι το υλικό του προσπαθεί πρώτιστα να είναι επιστημονικό και δευτερευόντως ψυχολογικό. Αυτή είναι ήδη η πρώτη μας μεγάλη διαπίστωση, ότι, δηλαδή, μελετώντας τον Freud οφείλουμε να αμφισβητήσουμε την επιστημονική μας ικανότητα και συνεπώς να θέσουμε υπό αίρεση βασικές μας τοποθετήσεις. Πρόκειται για μία διαπίστωση που θα συζητηθεί ξανά και ξανά. Πράγματι, αυτό συνιστά ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Πρέπει δε να λάβουμε υπόψη το παράδοξο γεγονός ότι για τον Freud – έναν σοβαρό και αφιερωμένο επιστήμονα του καιρού του – οτιδήποτε δεν ήταν επιστημονικό ήταν ύποπτο. Όμως, κατά την διαδικασία των ψυχολογικών του μελετών θεώρησε ότι υπήρχε μόνο μια εξαίρεση επ’ αυτού και αυτή σχετιζόμενη με την ανθρώπινη ψυχολογία που ήταν αναγκασμένη να είναι «μετα-ψυχολογική». Κατά συνέπεια, μετά από το Σχέδιο ότι είναι «Προ-ψυχαναλυτικό» λαμβάνεται σωστά να σημαίνει επιστημονικό. Οτιδήποτε δε «Ψυχαναλυτικό» πρέπει να ληφθεί ως Μετα-ψυχολογικό, ένα σημείο στο οποίο θα μας δίδεται η ευκαιρία να επιστρέφουμε από καιρού εις καιρόν.
Η σημασία αυτής της διάκρισης έχει την εξής διάσταση: ο Freud – για πολύ καλούς λόγους που δεν αναφέρονται σε αυτόν τον Τόμο – θεώρησε τις ψυχολογικές μελέτες του πιο επιστημονικές αν και μιας διαφορετικής τάξης πραγμάτων από αυτήν που σκεφτόμαστε συνήθως χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο. Στην πραγματικότητα, γι’ αυτόν που όπως μόλις ανέφερα ήταν ένας αφιερωμένος επιστήμονας, υπήρχε μια άλλη επιστήμη της συνηθισμένης και αυτή δεν ήταν άλλη από την επιστήμη της Μετα-ψυχολογίας. Με το σταθερό θεμέλιο μιας τέτοιας πεποίθησης, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και μετέπειτα, δούλευε επάνω σ’ αυτό προκειμένου να εξετάζει τα ψυχολογικά φαινόμενα. Επ’ αυτού ακριβώς του σημείου θα εμβαθύνουμε εδώ προκειμένου να διαπιστώσουμε έμπρακτα τι είναι αυτή η υπέρ-επιστήμη που αποκάλεσε Μετα-ψυχολογία. Οι πληροφορίες για αυτόν τον νέο τρόπο θέσης των πραγμάτων είναι διεσπαρμένες παντού στο έργο του Φρόιντ και η ουσία αυτής της μοναδικής εναλλακτικής επιστημονικής μεθόδου, εφαρμόσιμης μόνον στο χώρο της θεραπείας ψυχικών παθήσεων, θα γίνει προφανής αλλά σταδιακά.
Όπως προ-ανεφέρθη σε αυτόν τον Τόμο ο Freud δεν αναφέρεται ευκρινώς σε τέτοια θέματα. Αντίθετα, παραβλέποντας τόσα πολλά ενδιαφέροντα επί των οποίων έγινε μνεία ανωτέρω, αναφέρεται στα γνωστά κλινικά του θέματά: την «υστερία», την «υποβολή », την «νευρωνική παράλυση», την «ύπνωση» που δοκιμάζει να εξηγήσει με όρους «ποσοτήτων» όπως κάνει με τόσα πολλά άλλα πράγματα που μελετά όπως τα «επίπεδα της συνείδησης», τις «τραυματικές αναμνήσεις», τον «σχηματισμό του εγώ», τις «αντιπροσωπεύσεις των λέξεων», τους «νευρώνες», τις «νευρωνικές λειτουργίες φ, ψ και ω», και, φυσικά, φυσιολογικές ανθρώπινες εκφράσεις του μυαλού, όπως την «προσοχή», την «επίγνωση», τη «μνήμη» και τα λοιπά. Όλ’ αυτά είναι τα θέματα για τα οποία εξ ορισμού κάθε σωστός επιστήμονας της νευρολογίας και της ψυχολογίας πρέπει να ενδιαφερθεί. Αλλά ο Freud αιφνιδίως προχωράει και μάλλον αποστομοτικά αναφέρεται στην «ηδονή» και τη «δυσαρέσκεια», δύο τόσο αφηρημένες έννοιες, ως την κορωνίδα όλων των άλλων. Στη συνέχεια δε αυτές οι σημαντικότατες ψυχαναλυτικές πλέον έννοιες θα τον απασχολήσουν όσο τίποτα άλλο σε επίπεδο ποσοτήτων και όχι ποιοτικών διαφοροποιήσεων.
Είμαστε ενήμεροι και σεβόμαστε απόλυτα το σκεπτικό που διατείνεται ότι γιατί άραγε ένας ερευνητής της νευρολογίας αντιμετώπιζε με τόση σοβαρότητα τέτοιες ασαφείς παραμέτρους όπως οι ανωτέρω. Για τον Freud η απάντηση είναι προφανής: η τελευταία αναφερόμενη έννοια – «η δυσαρέσκεια» – σήμαινε την υποκειμενική παρουσία κάτι διεστραμμένου (όχι παθολογικού) μέσα στην ύπαρξη κάποιου, ενώ η αμέσως προηγούμενη – «η ηδονή» – σήμαινε την υποκειμενική απουσία εκείνου του κάτι εντός. Συνεπώς, κατά τον Φρόιντ η ηδονή δεν συνιστά ανθρώπινο πρόβλημα, η δυσαρέσκεια όμως συνιστά – δημιουργεί συνείδηση και μάλιστα μ’ ένα μη αμφισβητούμενο τρόπο. Και εάν η δυσαρέσκεια θα μπορούσε να ποσοστοποιηθεί με αφετηρία το σημείο μηδέν της ηδονήςτότε μια αυτοματική διασύνδεση με την ανθρώπινη πρόοδο θα είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ του βιολογικού (ηδονή χωρίς συνείδηση) και του ψυχολογικού (δυσαρέσκεια με συνείδηση). Κι’ όλα αυτά με μοναδικό κριτήριο την ικανότητα του λόγου, δηλαδή, τη συνείδηση.
Έτσι, τόσο στοιχειωδώς απλά και συγχρόνως τόσο επιστημονικά σκεφτόταν ο Freud. Αυτή του δε την ικανότητα την διατήρησε και στις δύο φάσεις στη διάρκεια της ζωής του – την πρώτη την επιστημονική και την δεύτερη την μετα-ψυχολογική. Αυτά ακριβώς είναι τα ζητήματα που θα αφορούν πραγματικά τον Freud για το υπόλοιπο της ζωής του στους είκοσι τρεις τόμους που θα εξετάσουμε και θα μπορούσα να προσθέσω, μιλώντας γενικά, ότι αυτό είναι η ουσία που αφορά κάθε άνθρωπο όταν σκέφτεται τους λόγους των δικών του ψυχολογικών θεμάτων: πώς και γιατί το μυαλό (το μυαλό του) αισθάνεται τη δυσαρέσκεια με τον τρόπο με τον οποίο το κάνει; Κατά συνέπεια, η επόμενη ερώτηση είναι: υπάρχει τίποτα άλλο για το οποίον κάποιος αποκαλούμενος ασθενής μπορεί να ενδιαφέρεται και να μην το ονομάζει συναισθήματά του;
Κάποτε την επιστημονική μέθοδος με την οποία ο Freud προσπάθησε τόσο πιστά να εξετάσει τους ως άνω προβληματισμούς του στο Σχέδιο – την επικρατούσα εργασία του σ’ αυτόν τον Τόμο – την εγκαταλείπει συνολικά και αποφασίζει να αρχίσει να εξετάζει ακριβώς τα ίδια πράγματα εντελώς διαφορετικά. Ας μην παρεξηγήσουμε το κίνητρό του: ο Freud δεν εγκαταλείπει την επιστημονική μέθοδο επειδή απέτυχε και επομένως υιοθέτησε την Μετα-ψυχολογική. Την εγκατέλειψε επειδή – όπως μπορούμε να γίνουμε μάρτυρες από τις επιστολές του στον Fliess, μεταξύ άλλων πηγών – δεν πιστεύει πλέον ότι αυτή πραγματικά μπορεί έστω και στο ελάχιστο να λύσει τα ιδιαίτερα προβλήματα που δημιουργεί η κατάσταση της δυσαρέσκειας. Με βάση την προσωπικότητά του εάν συνέχιζε να πιστεύει στο ελάχιστο στην επιστημονική μέθοδο θα είχε δοκιμάσει ξανά και ξανά και να είχε πειραματιστεί με τις διάφορες υποθέσείς του μέχρις εξαντλήσεως κάθε αμφιβολίας. Οι υποθέσεις του δεν ήταν ούτε καλύτερες ούτε χειρότερες από εκείνες των ψυχολόγων και των ερευνητών του σήμερα και του χθες – υποθέσεις που τίθενται πάντα στα ερευνητικά προγράμματα. Για παράδειγμα, ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνητικών προτάσεων που είναι εντυπωσιακά παρόμοιες με τις Φροϋδικές προτάσεις στον Τόμο Ι χρηματοδοτούνται σήμερα με τεράστια ποσά έτσι ώστε τα μεγάλα Τμήματα Ψυχολογίας των πιο αξιοσέβαστων Πανεπιστημίων ανά την υφήλιο να εργάζονται πρόθυμα πάνω σε αυτές αν και χωρίς οποιαδήποτε από τα αναμενόμενα αποτελέσματα όπως είχαμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε στο Συνέδριο Ψυχανάλυσης του Σικάγου. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει πόσο δύσκολη στην υιοθέτησή της είναι η Μεταψυχολογική έρευνα. Κι’ έτσι αυτή η ερευνητική αφέλεια επί της οποίας θα επανέλθουμε θα συνεχιστεί επ’ άπειρον λόγω κάποιας ιδιόμορφης αναγκαιότητας όπως πιστεύω ότι ο Freud θα ήταν ο πρώτος που θα το παραδεχόταν. Σίγουρα, η πλειοψηφία τέτοιων υποθέσεων έχει ήδη ερευνηθεί επανειλημμένως με μικρές διαφορές κάθε φορά και εν κατακλείδι θεωρώντας το όλο θέμα αμιγώς ψυχαναλυτικά θα δούμε ότι δεν πρέπει να περιμένουμε να σταματήσει ποτέ.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι να συνειδητοποιηθεί αμετάκλητα ότι ο Freud εγκατέλειψε την επιστημονική μέθοδο προς όφελος της ψυχολογικής μεθόδου επειδή είχε οριστικοποιήσει μέσα του τη σύλληψη της μετα-ψυχολογικής μεθόδου. Μπορούμε δε να υποθέσουμε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό η έλλειψη μιας κανονικής του προσωπικής ανάλυσης. Αυτά τα δύο πράγματα είναι οι μόνοι λόγοι που η ψυχανάλυση έγινε αυτό που είναι σήμερα: η απεικόνιση των ψυχαναλυτικών εννοιών του ασυνείδητου με μετα-ψυχολογικούς παρά επιστημονικούς όρους και πάντοτε μέσω της προσωπικής ανάλυσης. Εάν ο Freud δεν είχε μεταστραφεί σε αυτά τα δύο ακρογωνιαία σημεία αναφοράς του σήμερα θα τον αναφέραμε μόνον ως ένα καλό ερευνητή και μελετητή της κοκαίνης που ποτέ δεν τιμήθηκε κατά το δοκούν αν και κατά κοινή ομολογία έχει υπάρξει ο άνθρωπος που την ανακάλυψε κατά τα πρώτα χρόνια του επιστημονικού του βίου!
Ο Freud όπως αναγνωρίζεται τόσο από τους υποστηρικτές όσο και τους αντιπάλους του στον Τόμο Ι της Τυποποιημένης Έκδοσης μιλά για όλα τα μεγάλα προβλήματα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής χρησιμοποιώντας έναν ατελείωτο αριθμό υποθέσεων και προτάσεων μεγάλης επιστημονικής αξίας τις οποίες και εγκατέληψε με την εισαγωγή του στον κόσμο του ασυνειδήτου. Οι υποθέσεις του τον εξάντλησαν σε υπέρμετρο βαθμό και έτσι άλλαξε την προσέγγισή του (αλλά ποτέ τα θεμελιώδη ερωτήματά του) και έτσι άρχισε το μεγάλο ταξίδι του στη ψυχανάλυση. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που έκανε ο Freud δεν είναι άγνωστο σε οποιοδήποτε επιστήμονα που αφιερώνεται κλινικά στην ψυχολογική επιστήμη. Υπάρχει οποιοσδήποτε αφοσιωμένος ψυχολόγος ή ψυχίατρος που η ανάγνωση για το φ, ψ, ω της θεωρίας των νευρώνων δεν τον έχει εντυπωσιάσει και δεν έχει θεωρήσει ότι όλα αυτά είναι σωστά αλλά και άσχετα με την κλινική πρακτική του;. Αυτό είναι ακριβώς που συνέβη στον Freud ο οποίος – σε αντίθεση με τους υπόλοιπους – θεώρησε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να εγκαταλείψει οριστικά αυτά τα αμφιβόλου επιστημονοσύνης σχήματα. Ήταν ταυτόχρονα τόσο απλό και τόσο σύνθετο. Προκειμένου να γίνει κατανοητή η Τυποποιημένη Έκδοση πρέπει να κάνουμε ακριβώς αυτό που έκανε ο Freud – να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του! Θα κρατήσουμε όλα τα μεγάλα ψυχολογικά και ψυχιατρικά ζητήματα ανοικτά για συζήτηση δεδομένου ότι ο Freud τα ανέπτυξε στους υπόλοιπους είκοσι δύο τόμους του αλλά εφεξής θα προσπαθήσουμε να είμαστε όχι-επιστημονικοί αλλά μετα-ψυχολογικοί.

Προτού κλείσει η ενότητα Ι ως ένα εισαγωγικό παράδειγμα του τι σημαίνει η διάκριση επιστημονικό/μετα-ψυχολογικό θα αναφερθώ στην πολυσυζητημένη περίπτωση – «μυστήριο» σύμφωνα με τον Strachey – της ποσότητας Qη όπως αναφέρεται στο Σχέδιο: Ιστορικά υπάρχει αφθονία προτάσεων και ερωτήσεων που περιβάλλουν αυτήν την περίεργη ποσότητα Qη που αναφέρεται στο κείμενο καθώς και το ελληνικό «η» που ο Freud χρησιμοποίησε με συνέπεια για να περιγράψει και για να συνοδεύσει αυτήν την αποκλειστικά εσωτερική ανθρώπινη ποσότητα που τόσο συχνά επαναλαμβάνει στο Σχέδιο για Μία Επιστημονική Ψυχολογία. Πρόκειται όντως περί μυστηρίου? Κάθε άλλο αν σκεφτούμε μετα-ψυχολογικά! Για τον Freud – που σε αυτή τη φάση είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται μεταψυχολογικά για το διπολικό ζεύγος των εννοιών ηδονή=υποκειμενική μη ύπαρξη και δυσφορία=υποκειμενική ύπαρξη αν και ήταν ακόμα διστακτικός κατά την συγγραφή αυτού του έργου να αφεθεί ελεύθερος να μιλήσει όπως αισθανότανε πραγματικά επ’ αυτού – η έννοια της ποσότητας Qη ήταν απολύτως αυτονόητη και δεν χρειαζόταν καμία περαιτέρω διευκρίνιση. Όμως, για τους μέλλοντες ψυχαναλυτές αυτό ποτέ δεν κατέστη τόσο σαφές όσο ήταν για τον μεταψυχολογικό Freud. Πράγματι, ας υποθέσουμε ότι η ποσότητα Qη ήταν με ψηλή (όχι με δασεία όπως γράφεται από τον Freud). Τότε, η προταθείσα ποσότητα θα σήμαινε κάτι το προφανές, «η Q». Με άλλα λόγια θα σήμαινε την όποια υπερπροσδιορισμένη ποσότητα ενέργειας που βιωματικά το ψυχικό σύστημα κατέχει ανά οιαδήποτε δεδομένη στιγμή μη-ηδονής ή μη προσπάθειας αναζήτησης της ηδονής (δες σελίδα 297 του κειμένου για μια λεπτομερή περιγραφή). Διότι τότε η «Qη» υπάρχει ως συναίσθημα ή ως συναισθηματική κατάσταση της συνείδησης στο υποκείμενο οπότε είναι ότι σημαίνει στην συνήθη γλώσσα η έκφραση «η Q». Μόλις όμως αρχίζει η ηδονή να εμφανίζεται τότε αυτή η ποσότητα αρχίζει να μετασχηματίζεται αμέσως, συγκεκριμένα και συνειδητά σε «μία Q» ή, απλά σε «Q» χάνοντας προοδευτικά την ικανότητά της για την υποκειμενική διανοητική λειτουργία. Αυτό διαρκεί έως ότου επανεμφανίζεται άλλη μια φορά ως «η Q» ( δηλαδή Qη) και ου το καθεξής. Ο Freud, εντούτοις – ένας επακριβέστατος ερευνητής – χρησιμοποιεί την δασεία αντί της ψηλής στο τονισμό. Γιατί άραγε το κάνει αυτό; Θα μπορούσαμε, επιφανειακά να σκεφτούμε, ότι θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε το λάθος του και να τον συγχωρήσουμε λόγω του ότι έχει κάνει ένα πολύ απλό και κατανοητό λάθος στη γνώση και χρήση των ελληνικών του. Σ’ αυτήν την περίπτωση η ανωτέρω εξήγηση θα παρέμενε απολύτως έγκυρη. Εντούτοις, αμφιβάλλω εάν αυτό ισχύει για τον Freud σε αυτήν την περίπτωση. Χρησιμοποιεί το ήτα με την δασεία και περιέργως χωρίς καν διάστημα, σκοπίμως. Κατ’ αυτό τον τρόπο θέλει να περιγράψει μια ποιό θεμελιώδη ανθρώπινη διαδικασία. Σύμφωνα με αυτήν την διαδικασία η εσωτερική ποσότητα Qη υπάρχει και δεν υπάρχει την ίδια στιγμή. Ακριβώς όπως με την ενέργεια της πείνας ή ενστικτώδεις καταστάσεις, εν γένει. Κάτι υπάρχει και όμως δεν υπάρχει στη συνείδηση μόλις ικανοποιείται. Το ένστικτο καραδοκεί συνεχώς για την επόμενη στιγμή της ανάγκης του.
Έχουμε αφθονία περιπτώσεων στο έργο του Freud που δείχνουν ότι επιστημονικά κάτι μπορεί να έχει λίγο νόημα αλλά μεταψυχολογικά είναι πλήρες νοήματος: μια ποσότητα υπάρχει εσωτερικά αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί επειδή δεν υπάρχει όλη την ώρα! Αυτό είναι η αποθέωση του αρνητικού όπως θα εξηγήσουμε στις μετέπειτα Παρουσιάσεις μας. Δεν είναι πάντα εύκολο να σκέπτεται ο ψυχαναλυτής κατ’ αυτό τον τρόπο εκτός του αναλυτικού του χώρου αλλά είναι ευκαιρία να το δοκιμάσει εάν θέλουμε να ακολουθήσουμε τη σκέψη του Freud.
Από αυτήν την άποψη δεν υπάρχει κανένας λόγος να συζητηθεί περαιτέρω ο τόσο βαθειά επιστημονικός Τόμος Ι. Συμβαίνει μόνο για ιστορικούς λόγους καθώς επίσης ως οδηγός στη σειρά των θεμάτων που με τόσο συνέπεια απασχολούσαν εξ αρχής το μυαλό του Freud. Η λογική των σταθερών συμπτωμάτων, των κλινικών διαγνώσεων, των παρατηρήσεων, των νευρώνων και των υπολοίπων φαινομένων είναι φυσικό να απασχολούν το μυαλό του καθένα που είναι υπεύθυνα δεσμευμένος στον τομέα της ψυχολογίας ή της ψυχιατρικής έστω κι’ αν μας δείνουν έως και μηδενική κατανόηση επιστημονικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό το λόγο το Σχέδιο θα παραμείνει πάντα χρήσιμο υπενθύμιση της μετα-ψυχολογικής μεθόδου που υπερβαίνει την επιστημονική.