Το Κόστος της Αθωότητας
Βασίλειος Μαούτσος
Κατά τον Freud και την Κλασσική Ψυχανάλυση η διαφορά μεταξύ ψυχικής υγείας και ψυχικής νόσου είναι συμβατική και τα όριά τους αδιευκρίνιστα. Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι δυνητικά ασθενής διότι είναι ήδη ασθενής: ασθενής αμυνόμενος εναντίον μιας νόσου η οποία υπάρχει μέσα του. Κατά πόσον αυτή η ασθένειά του εκδηλώνεται ή υφέρπει είναι θέμα αφενός μεν του είδους των χρησιμοποιούμενων αμυνών του αφετέρου δε του ποσοτικού μεγέθους των αμυνών που χρησιμοποιείται προς τούτο.
Στα ψυχικά πράγματα, με δεδομένη πάντοτε την απώθηση, η συνεπαγόμενη άρνηση σε συνδυασμό με τον αντιδραστικό σχηματισμό και την αντιστροφή του κάποιου θετικού σε αρνητικό, αφήνουν την λειτουργικότητα του Εγώ αρκετά οργανωμένη έτσι ώστε να μπορεί να τα βγάζει εις πέρας με τον διαρκώς διαπληκτιζόμενο εαυτό του. Αντιθέτως, εάν ένα μέρος του Εγώ δεν επικοινωνεί με το υπόλοιπο τότε στη προσπάθεια να συγκαλυφθεί η προεξάρχουσα οξεία εγωτική ανεπάρκεια με εκλογικεύσεις και προβολές προς όλες τις εξωτερικές κατευθύνσεις καθιστά τα πράγματα περισσότερο δύσκολα ανεξαρτήτως της ύπαρξης άρνησης και διαστρεύλωσης της εσωτερικής πραγματικότητας. Σ’ αυτή τη περίπτωση κατά την ανάλυση είτε λέμε ότι το υλικό μας είναι μη αναλύσιμο είτε επιτρέπουμε στον εαυτό μας την παρέλευση πολλών ετών διασυνδετικής δουλειάς επί του διασπαθέντος Εγώ προτού ξεκινήσει ουσιαστική διαδικασία ελευθέρως διακινούμενων συναισθημάτων μεταξύ ασθενούς και αναλυτή.
Βασικά οφείλουμε να είμαστε πάντοτε εξαιρετικά προσεκτικοί στο να εκφράσουμε μία διαγνωστική άποψη ψυχαναλυτικά τεκμηριωμένη. Όπως προείπα, οι άμυνες είναι εκ προοιμίου δεδομένες καταστάσεις που δεν χρειάζεται να είναι ούτε μαλακές ούτε λίγες προκειμένου να χαρακτηριστεί κάποιος ως υγιής. Διότι, συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις το άτομο να καθυστερεί στην κινητοποίηση των απαιτούμενων αμυνών του λόγω της ευχάριστης ευερεθιστότητας που του προσφέρουν οι συγκρούσεις ως υποκατάστατα μιας σεξουαλικής συνεύρεσης (π.χ. κατά την εφηβία). Και οπότε η κατάσταση φαίνεται συσσωρευτικά να γίνεται μη αναστρέψιμη η κλινική εικόνα πανικού υπερεπενδύεται προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μέχρι πρότινος μικρή νόσος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το Εγώ είναι φυσικό ότι θα θέσει σε εφαρμογή και πολλές εκ των αμυνών που είναι απαραίτητες για περιπτώσεις επειγούσης ανάγκης και οι οποίες στη συνέχεια όχι σπάνια θα μείνουν για πάντα. Διότι το Εγώ δεν αρέσκεται σε επείγουσες καταστάσεις – είναι πολύ συντηρητικό όργανο στις προσεγγύσεις του. Σ’ αυτές λοιπόν τις τελευταίες περιπτώσεις αποκαλούμε την κλινική εικόνα παθολογική και το συγκεκριμένο άτομο το θεωρούμε να συγκαταλέγεται μεταξύ των ψυχιατρικών ασθενών παρά το γεγονός ότι η κατάστασή του ξεκίνησε εξαιρετικά μέτρια και οι σχαστικές διαδικασίες έγιναν ως φυσική προέκταση της νεύρωσής του.
Βέβαια, αναρωτιέται κανείς γιατί να υπάρχει η απόλυτη απολαυστικότητα του αρχικού ψυχολογικού προβλήματος με την προαναφερθείσα επικινδυνότητά του στη συνέχεια; γιατί να υπάρχει η αντιθετικότητα στις ψυχικές παθήσεις έναντι όλων των υπολοίπων νοσηρών καταστάσεων που περιγράφονται στα ιατρικά βιβλία; γιατί να υπάρχει αυτή η απόλυτη ιδιαιτερότητα των ψυχικών παθήσεων που παίρνει διαστάσεις ευερέθιστου παιχνιδιού.
Αναρωτιέται κανείς γιατί να υπάρχει τόση αθωότητα στις ψυχικές διαταραχές. Η ευθεία απάντηση – η οποία παρεπιπτόντως με απίθανη λογοτεχνική γλαφυρότητα δίδεται στο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση «Ο Μεγάλος Ύπνος» κατά την συνομιλία του με τον γάτο του – είναι η εξής: κάθε βιολογική πάθηση εξελλίσεται εντός του χρόνου ως αποτέλεσμα μιας προσβολής εκ των έξω επί του οργανισμού (π.χ. ενός μικροβίου) ή εξ ενός αδύναμου σημείου εντός του σώματος (π.χ. μιας κληρονομούμενης γονιδιακά ανεπάρκειας) το οποίον δεν μπορεί να ανταποκριθεί σύμφωνα με το στατιστικά προσδοκόμενο ή, εν πάσει περιπτώσει, ως αποτέλεσμα της προϊούσης φθοράς που φυσιολογικά υπόκεινται όλοι οι βιολογικοί οργανισμοί (π.χ. μιας εκφυλιστικής αρθροπάθειας). Κι’ όμως τίποτα εξ όλων αυτών δεν ισχύει στο ψυχολογικό επίπεδο. Εν προκειμένω, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο! Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι στις ψυχολογικές καταστάσεις το άτομο βρίσκεται σε πλήρη χρονική ασυμβατότητα μεταξύ ψυχισμού και βιολογικής διαδρομής άλλοτε με τον ψυχισμό να έπεται και άλλοτε να προηγείται.
Πιο συγκεκριμένα, το άτομο κατ’ αρχάς ξεκινάει τη ζωή του σε κατάσταση πλήρους ψυχολογικής αναστάτωσης, με κλάματα και ανησυχίες, τεράστιες ωριμοποιητικές καθυστερήσεις και νοσήματα της παιδικής ηλικίας – πράγματα τα οποία ουδόλως ανταποκρίνονται βιολογικά επί τη βάση αυτού που θεωρείται ως το φυσιολογικό για τους νέους οργανισμούς, εν γένει. Η ψυχολογική συμπεριφορά, η σωματική ανάπτυξη, το νοηματικό σκεπτικό και τα συναισθήματα των ατόμων τα οποία ονομάζουμε «παιδιά» προσομοιάζουν πολύ συχνά και σε μεγάλο βαθμό με τους ενήλικους ψυχιατρικούς ασθενείς μας που αποκαλούμε μεθοριακούς, ψυχωτικούς ή, επί το ηπιότερο νευρωτικούς και οι οποίοι πολύ μικρή σχέση έχουν με αυτό που αποκαλούμε «νεαρούς οργανισμούς» όπως αυτοί πρώτο-παρουσιάζονται στο φυσικό τους περιβάλλον ως ανεξάρτητοι, σεξουαλικά ώριμοι και συναισθηματικά με δυσκολία προσδιοριζόμενοι. Σίγουρα, το «παιδί» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ότι κάποιος άλλος νεογένητος οργανισμός εντός του δάσους, σε μία φωλιά ή, στο πλάϊ ενός πεζοδρόμιου. Μέσα απ’ αυτή την διαχωριστική οπτική – η οποία σημειοτέον επιστημονικά είναι η πλέον συνεπής – θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει κάτι το εντελώς διαφορετικό εντός των παιδιών σε σχέση με αυτό που συναντούμε στη φύση – κάτι για το οποίον υπάρχει έντονα η κοινωνική τάση να συγκαλύπτεται πιθανότατα επειδή δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε να καταστεί ευκρινέστερο παρά την συσσωρευμένη επιστημονική σοφία που μας διατίθεται αφειδώς.
Ακριβώς στο σημείο αυτό είναι που παρεμβαίνει η ψυχανάλυση: θα μπορούσε, μας λέει, η ψυχανάλυση, να υπάρχει μία διαφορετική προσέγγυση στο όλο ζήτημα, μία προσέγγυση οποία δεν θα στηρίζεται στα επιστημονικά δεδομένα αλλά σε μία άλλη συσχέτηση του παιδιού-άνθρωπος και του κάθε νεαρού-οργανισμού! Αυτό είναι κάτι το οποίον όντως μπορεί να είναι άκρως παρακεκινδυνευμένο επειδή κινείται εκτός του επίσημου μεθοδολογικά επιστημονικού χώρου. Αφού όμως ο επιστημονικός χώρος αποτυγχάνει να λειτουργήσει σύμφωνα με τους στοιχειώδεις κανόνες για τους οποίους δημιουργήθηκε – ήτοι, την αντικειμενική μελέτη του περιβάλλοντός μας – κατά συνέπεια δικαιολογείται απόλυτα εν προκειμένω η παρεκτροπή μας εξ αυτού και η αναζήτηση της αλήθειας εκτός αυτού του τόσο αυστηρά περιχαρακωμένου χώρου. Αυτή ακριβώς ήταν η προσέγγυση που ανεπτύχθη από τον Freud, προκαλώντας φυσικά επανάσταση σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης ζωής και, όπως προείπα, ονομάστηκε «ψυχανάλυση».
Ακόμη πιο επεξηγηματικά θα επιμείνω επί του ιδίου ζητήματος ως εξής: Είναι γεγονός ότι αν το επιθυμούσαμε θα μπορούσαμε ανά πάσα χρονική στιγμή να διαπιστώνουμε ψυχοπαθολογικά στοιχεία σε κάθε ανθρώπινη έκφραση. Αυτό δεν το θέλουμε επειδή ο αυθορμητισμός μας κατευθύνεται διαφορετικά. Ο λόγος για τον οποίον συμβαίνει η ανωτέρω άκρως ιδιάζουσα και κατά πολλούς ενοχλητική διαπίστωση οφείλεται στο γεγονός ότι η ανθρώπινη κατάσταση αρχίζει από την καθ’ όλα γνωστή ανησυχία του μωρού η οποία εξελλίσεται βαθμιαία προς το καλύτερο, δηλαδή, προς αυτό που θα αποκαλούσαμε «υγεία» εκφραζόμενη με καλή συμπεριφορά και πρόοδο νοητική. Στη συνέχεια όμως παρουσιάζεται αιφνιδίως κάτι βιολογικά αγνώστου προελεύσεως αποκαλούμενο λανθάνον ψυχισμός. Οι διαχωριστικές γραμμές αυτών των αρχικών φάσεων του ανθρώπινου βίου που καταλαμβάνουν περίπου μία δεκαετία μέχρι την αμέσως επόμενη καθ’ εαυτή εμφάνιση του ψυχισμού δεν είναι απόλυτες αλλά παραμένουν εμφανείς παρά την μίξη που λαμβάνει χώρα μεταξύ του «βιολογικού» μέρους με το υποβόσκων «ψυχολογικό» που υπάρχει σ’ αυτές τις πρώτες εξελίξεις αποκαλούμενο «αναπτυξιακό». Ας δούμε αυτή τη διαδρομή υπό τη μορφή μιας γραφικής παράστασης: Σε μία τέτοια αναπαράσταση τα ανθρώπινα πράγματα ενδομητρίως λαμβάνουν χώρα μέχρις ενός σημείου με ρυθμούς τυπικούς. Στη συνέχεια εξελλίσονται εντελώς άτυπα αναφορικά με τα συμβάντα του χώρου των βιολογικών επιστημών. Εκεί, κατ’ εξοχήν ισχύει η καμπύλη της βαθμιαίας και αμετάκλητης πτώσης των βιολογικών ρυθμών καθώς ο οργανισμός οδεύει προς το θάνατο. Το σημαντικότερο είναι ότι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που αν συνεχίζετο θα επέρχετο ο θάνατος τα ανθρώπινα πράγματα διαφοροποιούνται αφού πρώτα ξαναγεννηθούν εναντιούμενα στο θάνατο. Αυτό, δηλαδή, που παρατηρούμε στα ανθρώπινα πράγματα όπου ένα υψηλό μέγεθος της καμπύλης ξεκινάει από αριστερά (επί του κατακόρυφου άξονα) ως ανεμένετο και πορευόμενο προς τα κάτω και δεξιά φτάνει κοντά στον οριζόντιο άξονα του θανάτου. Ακριβώς εκεί, με μία αιφνίδια στροφή προς τα πάνω, απομακρύνεται εξ αυτού του άξονα, σε μία απίθανη ανοδική πορεία και εν τέλει καταλήγει για δεύτερη φορά εντός μιας δεκαετίας πολύ ψηλά και μάλιστα κοντά του βιολογικού σημείου απ’ το οποίον ξεκίνησε. Αυτή είναι σίγουρα μία δεύτερη ζωή! Μόνον τότε και μάλιστα μετά από μία πολύ μεγάλη διαδρομή πέφτει και πάλι η καμπύλη προς τα κάτω καταλήγοντας εκ διάσπασης σε δύο πλέον γραμμές όπου η μία καταλήγει στο βιολογικό θάνατο ενώ η δεύτερη γραμμή είναι ενδιαφέρον πόσο γίνεται ασυμπτωματική δημιουργώντας την γνώριμή μας ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.
Ο Freud είχε διαπιστώσει ή, ίσως διαιστανθεί, την κατ’ αρχήν περίεργα πτωτική τάση του ρυθμού των βιολογικών πραγμάτων εξ ου και η έννοια του εκ των υστέρων, της ηδονής ως παράγωγο του θανάτου και της μαζοχιστικής διάστασης της επιθυμίας. Σε όλη αυτή την πρώτη φάση του ανθρώπου παρατηρούμε αυτό που στη ψυχανάλυση θα ονομάζαμε “το αρνητικό”, δηλαδή, ότι απ’ το ποσοτικά “πολύ” πάμε διαρκώς και επαναληπτικά προς το “λιγότερο” μέχρι μιας επικίνδυνης αντι-βιολογικής κατάστασης. Σίγουρα, αν χρησιμοποιήσουμε ως μοναδικό κριτήριο την απλή παρατήρηση και την λογική που διαθέτουμε υπάρχει μεγάλη ανάγκη στην αρχή της ζωής για ευχαρίστηση, για δράση, για αυθορμητισμό αλλά στη πράξη διαπιστώνουμε ότι το “παιδί” όλο και περισσότερο μαζέυεται και περιορίζεται και ωριμάζει ταυτόχρονα δε από βιολογική άποψη αν συνεχίσει κατ’ αυτό το τρόπο οδηγείται ταχέως προς το θάνατο. Την τελευταία στιγμή, κατόπιν μιας απίθανης συγκυρίας αυτό δεν συμβαίνει!
Ο Freud αν και συχνά το πλησίαζε το συγκεκριμένο ζήτημα εν τέλει τα γεγονότα τον υπερκέρασαν και δεν μπόρεσε να το περιγράψει. Κυρίως, δεν μπορέσε ποτέ να περιγράψει την επακολουθούσα ανοδική φάση της καμπύλης σαν να επρόκειτο για μία δεύτερη ζωή η οποία έπετο της πρώτης καθοδικής ζωής του θανάτου. Διότι, είναι σε όλους γνωστό και προφανές, ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ του ενδεχόμενου σωματικού θανάτου της πρώτης φάσης άνευ σεξουαλικής έκφρασης και του δεύτερου ψυχικού θανάτου με τον πελώριο όγκο σεξουαλικής ιστορίας στον οποίο καταλήγει ο κάθε ενήλιξ μετά από πολλά χρόνια. Η δεύτερη ανοδική γραμμή είναι η γραμμή της σεξουαλικής ζωής όπου μόνον τον μιμητικά βιολογικό προγραμματισμό έχει δανειστεί εκ της πρώτης. Ουδεμία σχέση έχει η πρώτη με τη δεύτερη φάση του ανθρώπινου βίου. Στη πράξη η τελευταία σύρει κυριολεκτικά την ζωή και την βιολογία της με τους δικούς της αποκλειστικούς και πέραν πάσης λογικής ψυχολογικούς όρους.
Διότι, αν η πτωτική φάση της βιολογικής καμπύλης εξαντλούσε τον εαυτό της πλήρως επί του οριζοντίου άξονα όπως συμβαίνει στο βιολογικό επίπεδο των όντων τότε θα συνυπήρχε μία μοιραία και εντελώς βιολογικόμορφη σύμπτωση του σωματικού με τον ψυχικό θάνατο και δεν θα υφίστατο κανένα θέμα διαχωρισμού των δύο. Όμως, τίποτα μακρύτερα του πραγματικού δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον ισχυρισμό καθώς αιφνιδίως η ζωή συνεχίζεται άκρως ανοδικά. Ακόμη και οι δύο καθοριστικές ανθρώπινες φαντασίωσεις περί θανάτου μετά τη ζωή (πρώτη φάση) και περί ζωής μετά θάνατον (δεύτερη φάση) βασίζεται επ’ αυτού του φαινομένου κατά το οποίον καθώς το άτομο και στις δύο περιπτώσεις πλησιάζει προς το σημείο μηδέν της βιολογικής του και της ψυχικής του υπόστασης αιφνιδίως στην πρώτη φάση αποκτά διαστάσεις σωματικού γίγαντα κατά την εφηβεία και στην δεύτερη ψυχικού φαντάσματος κατά την πορεία προς την αιωνιότητα.
Με ποιο απλά λόγια ας φαντασθούμε το εξής: στη πρώτη φάση του βίου τα ένστικτα προοδευτικά ηρεμούν, οι κινήσεις των μυών του σώματος του μικρού παιδιού βαθμιαία ελλατούνται, οι πνευματικές ικανότητες γίνονται εσωστρεφείς και τα συναισθήματά του απόκρυφα. Τότε, δηλαδή, μετά από χρόνια μιας δεκαετίας, αιφνιδίως τα ένστικτα του εφήβου επανεμφανίζονται σε κάτι ευθέως συνουσιακά κατευθυνόμενο, οι κινήσεις του σώματος οργανώνονται σε απίθανα διαφορετική βάση, οι πνευματικές ικανότητες γίνονται σύνθετες με χρήση αφηρημένων και πολύπλοκων εννοιών και τα συναισθήματα αποκτούν ικανότητα λεκτικής έκφρασης και ευαισθησίας με ποιητική τάση, συμβολισμούς και ταχύτητα σαν να έπαθε κάτι το άκρως επιταχυντικό το μυαλό του ανθρώπου. Κλασική επιστημονική εξήγηση επ’ αυτού δεν υπάρχει. Προς τι η τεστοστερόνη να περιμένει επί δέκα χρόνια προτού αρχίσει να ρέει όταν μάλιστα το άτομο είναι έτοιμο για σεξουαλική διέγερση τουλάχιστον επί μία οκταετία! Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ισχυριζόμαστε ότι η μόνη εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ψυχαναλυτική! Κι’ έτσι καταλήγουμε ότι η φροϋδική άποψη περί ενεργειακής εκτόνωσης είναι μόνον κατά το ήμισυ ορθή, διότι κατά το άλλο ήμισυ που όπως προείπαμε συμβαίνει η μεγάλη ενεργειακή τόνωση της ανοδικής πορείας της καμπύλης δεν έτυχε διεξοδικής επεξήγησης από τον Freud. Κατ’ ουσία αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο οργανισμός ξεσπάει και αιφνιδίως παρουσιάζει ένα κύμα διέγερσης και μία κατάσταση συμπεριφοράς που από ενεργειακή άποψη είναι απείρως ισχυρότερη της κάθε ενστικτικής κατάστασης που θα μπορούσαμε να περιμένουμε.
Αυτό που φαινόταν κάτι σαν προσομοίωση βιολογικού θανάτου κατά την πτώση της καμπύλης ήταν το αποτέλεσμα του τεράστιου όγκου των απωθήσεων. Το απωθημένο λοιπόν επανέρχεται στην επόμενη φάση ως μία ακατάσχετη δύναμη και απ’ εκεί που ο ψυχισμός ακολουθούσε τον βιολογικό ντετερμινισμό προς το θάνατο γίνεται τώρα μία πλήρης αναστροφή και η βιολογία ακολουθεί τον ψυχικό ντετερμινισμό προς τη ζωή. Αυτό συνεχίζεται μέχρις τελικού θανάτου μετά τον θάνατο δοθέντος ότι, δεν υπάρχει θάνατος καθ’ ον χρόνο υπάρχει ακόμη ψυχική ζωή.
Πλήθος κλινικών περιπτώσεων μας πληροφορεί ότι αυτό το συμβάν της ανοδικής καμπύλης που ορίζει όσο τίποτα άλλο τις ψυχικές νόσους και κατ’ επέκταση ολόκληρο το ανθρώπινο γίγνεσθαι είναι η πεμπτουσία της ψυχοπαθολογίας. Το γεγονός ότι ο ψυχισμός σέρνει τη βιολογική ζωή προς το θάνατο και όχι το αντίθετο έτσι ώστε κατ’ αυτό το τρόπο να της δίνεται τεράστια επέκταση ζωής που δεν γνωρίζει τι να την κάνει – ως κάτι πέραν του αναγκαίου γι’ αυτήν – μας κάνει να μπορούμε να αναφερόμαστε στη νέα ζωή που αρχίζει από το χαμηλότερο σημείο της καμπύλης, δηλαδή, απ’ εκεί που για κάποιο άλλο βιολογικό οργανισμό πλην του ανθρώπου θα είχε επέλθει σύντομα ο βιολογικός του θάνατος.
Αυτή η συγκυρία σπανίως αναγνωρίζεται ως έχει. Ακόμη και οι πλέον ανεγνωρισμένες επιστήμες όπως η ψυχιατρική, η ψυχολογία, η θεολογία, η κοινωνική μέριμνα, θεωρούν τη ζωή ως δεδομένη κατάσταση που υποστηρίζει ή, πρέπει να υποστηρίζει την ψυχική διάσταση των πραγμάτων. Στη πράξη μόνον το αντίθετο συμβαίνει: το ότι ζούμε επί τόσο μακρόν οφείλεται αποκλειστικά στα σεξουαλικά μας ένστικτα και μάλιστα στην υπέρβαση την οποίαν κάνουν να επανεμφανίζονται εκ του απωθημένου και να προσποιούνται την βιολογική ζωή. Ο ασθενής ο οποίος περιγράφει τον εαυτό του ως καταθληπτικό και λέει ότι επιθυμεί τον θάνατο εκφράζει την αλήθεια ότι, δηλαδή, δεν θέλει να αναγνωρίσει την μίμηση της ζωής την οποίαν βιάστηκε να υιοθετήσει προσποιούμενος την μη-απώλεια του θανάτου διότι αυτό τον κάνει ψεύτη στο άλλο ήμισυ του εαυτού του. Ο ασθενής ο οποίος είναι σχιζοφρενής και επιθυμεί να ονειρεύεται μέσα σ’ ένα παραλήρημα λέει και πάλι την απόλυτη αλήθεια, διότι δεν θέλει να αναγνωρίσει την απότομη αναστροφή της καμπύλης και την μυστηριώδη κατ’ αυτόν λιβιδινική του ενεργοποίησή απ’ το μηδέν που είχε φτάσει προς το άπειρο αφού από βιολογική άποψη δικαίως θεωρεί ότι αν ήρθε η στιγμή του θανάτου του οφείλει να πεθάνει κι’ αν αυτό δεν του επιτρέπεται τότε ο παραληρηματικός ψυχαναγκαστικός του διαιρεί τον εαυτό του στα δύο: έναν υλικό και έναν ψυχικό που η μίξη ανάμεσά τους οδηγεί στο χάος. Ο ασθενής ο οποίος πάσχει από φοβίες επιθυμεί νάναι στο μέσον μεταξύ νέας ζωής και ουσιαστικού θανάτου ή, μεταξύ του πραγματικού θανάτου και της συμβολικής ζωής που εγκαινιάζεται με την έναρξη της ηγεμονίας της σεξουαλικότητας και του ψυχισμού. Έχει μία ψυχοσύγκρουση επειδή δεν έχει αποφασίσει και ούτε πρόκειται ποτέ να αποφασίσει αν θέλει να ζήσει ή, να πεθάνει.
Όλ’ αυτά τα ψυχικά πράγματα έχουν τεράστιο κόστος αλλά συνάμα έχουν συνέπεια και συνέχεια. Είναι αδύνατον να έχει κανείς όλα τα οφέλη μιας κατάστασης άνευ κόστους και η νέα ζωή που παρουσιάζεται στον άνθρωπο με την άνοδο της καμπύλης είναι κάτι που ως μία τόσο ενδιαφέρουσα περιπέτεια άξια της προσοχής του αναπόφευκτα θα έχει μία ψυχική χρέωση. Αν ορίσουμε την πρώτη ζωή ως αυνανιστική και σεξουαλικά συγκρατημένη ενώ την δεύτερη ως μη-αυνανιστική και ελύθερη τότε η πρώτη κατάσταση θα αποτελεί δυσβάστακτη ευθύνη για κάθε άνθρωπο που θεωρεί ότι έφτασε πολύ κοντά στην οριζόντια γραμμή του θανάτου και την ξεπέρασε ως αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης υπερφόρτησης του εαυτού του. Καθότι η αυνανιστική σεξουαλικότητα είναι μεν άνευ ευθύνης προς κάθε τρίτο αλλά και ταυτόχρονα μεγάλης ψυχολογικής φόρτησης. Το γεγονός ότι το άτομο επέζησε αυτού του πεπρωμένου του τον διεγείρει αφάνταστα στη πορεία προς την επόμενη φάση της ζωής του κατά την οποίαν δεν επιθυμεί να επαναληφθεί η ίδια κατάσταση. Η ακατάσχετη δύναμή της νέας ζωής εξ αυτού του σημείου και εφεξής καθώς επίσης ο διασειρμός τον οποίον προκαλεί στη μίμηση της βιολογικής ζωής την οποίαν παρασύρει αναγκαστικά προς ανώτερους ρυθμούς λειτουργικότητας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αιτίες απόγνωσης, σίγουρα όχι μόνον εφηβικής. Όμως η περιέργεια και οι ηδονές της νέας αυτής κατάστασης αποτελούν ανεπανάληπτες υποσχέσεις που διεγείρουν τους πάντες και με διαφορετικό τρόπο τον καθένα: ψυχωτικούς, καταθληπτικούς, νευρωτικούς ασθενείς δοθέντος ότι κάθε άλλος έχει προσαρμοσθεί στη κατάστασή του.
Η αθωότητα είναι κάτι το υπέροχο που δεν έχει ευθύνες ούτε χρέος. Όμως η βιαιότητα της σεξουαλικότητας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί επί τη βάση του Οιδιποδείου Συμπλέγματος δεν το αποδέχεται αυτό το τόσο ανέξοδο χάρισμα. Κι’ έτσι, εξαναγκάζει το άτομο να λειτουργεί σαν να είναι ο συγκρατημένος υποκόμος της Μοίρας του μεταλλάσοντας μία απλούστατη βιολογική λειτουργία στο πολυπλοκότερο ψυχολογικό ζήτημα. Κι’ έτσι η ομορφιά της αθωότητας καταλήγει να συνιστά την Ναρκισσιστική λύση όλων των ψυχιατρικών παθήσεων με διαφορετικό τρόπο ανά περίπτωση. Διότι η παρουσία της αθωότητας είναι άκρως ερεθιστική για να μπορέσει να ξεγελάσει το ένστικτο που διεγείρεται εξ αυτής και επίσης είναι αρκετά μιμητική με βάση την βιολογία του πρώτου θανάτου για να χάσει άμεσα το δυναμισμό της μόλις η σεξουαλικότητα με την γνησιότητά της ορμήσει εναντίον της.
Όπως προανεφέρθη, στη κατάθλιψη η αποποίηση της μίμησης λόγω της απώλειας του φυσιολογικού οδηγεί, όπως μας λέει ο Freud, στο ψέμα του ότι τίποτα δεν εχάθη και ότι η αθωότητα θα διαρκεί στο διηνεκές, χωρίς καμία βρώμικη σεξουαλική διέγερση, έστω κι’ αν το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα με τη βαρβαρότητα που το διακατέχει απαιτεί να παραμείνει διά παντός το φάντασμα του αντικειμένου που κρατιέται αναγκαστικά δεσμεύων τεράστια ποσότητα ενέργειας η οποία διαφορετικά θα χρησιμοποιείτο και θα καταναλώνετο για τις ανάγκες της επίλυσής του. Διότι, στη κατάθλιψη κατά την οποίαν υπάρχει ο αυτοματισμός μιας μαζικής επένδυσης σε κάτι ανύπαρκτο και φαντασιωτικά ακινητοποιημένο η αυνανιστική διάσταση αποκτάει τεράστιες διαστάσεις τροφοδοτούμενη από την ναρκισσιστική εαυτο-βράβευση. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλη αυτή την ενέργεια η οποία τον κατακλύζει και εφευρίσκει ολοέν περισσότερα επιβαρυντικούς νοηματικά τρόπους επένδυσης στην προσπάθειά του να αποφύγει ή, να καθυστερήσει την έναρξη της διαδικασίας της νέας ζωής. Αυτή η μαχητικότητα με την οποίαν παλεύει το άτομο προς αυτό το σκοπό – μία ζωή χωρίς συνουσιακή σεξουαλικότητα – αναστέλει επ’ αόριστο την αρχή του τέλους, δηλαδή, την πορεία προς την ουσιαστική ηδονή και ευχαρίστηση η οποία, στο βαθμό που είναι εφικτό, βρίσκεται εκτός της συμπλεγματικής και βασικά Ναρκισσιστικής Οιδιποδειακής συλλογιστικής. Φυσικά η μεταβιβαστική διέξοδος είναι ότι προσφορότερο μπορεί να υπάρξει προς αυτό το σκοπό και η αποτελεσματικότητά της είναι η μοναδική λύση σε τέτοιες περιπτώσεις που αν και μακροχρόνια προσφέρει άψογα κλινικά αποτελέσματα. Απ’ την άλλη μεριά στη σχιζοφρένεια, καθώς και σε όλο το φάσμα των διχαστικών διεργασιών του Εγώ, γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει δέσμευση του φαντασιωτικού υλικού σε ακινητοποίηση όπως συμβαίνει στη κατάθλιψη. Υπάρχει όμως αποποίηση της προβληματικής Οιδιποδειακότητας. Αυτό συμβαίνει μέσα από την αναίρεση της συνθετικής ανάγκης που δημιουργεί η πορεία προς τον βιολογικό θάνατο της πρώτης περιόδου. Η αποποίηση χαρακτηρίζεται από σκληρότητα σε όλα τα επίπεδα – σκέψη, συναίσθημα σωματική κίνηση – και συνεπώς ανυπαρξία της καθοριστικής δευτερογενούς και απολαυστικής σεξουαλικότητας. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η επιλογή της συνέχισης της βιολογικής και απόλυτης αθώας αλήθειας κοιτάζει προς την μίμηση της ζωής ως κάτι το εντελώς κατώτερο που απαξιεί να ασχοληθεί περαιτέρω μ’ αυτή την ανοησία, την αποκαλούμενη «πραγματική ζωή» – μιας ζωής που δεν είναι αποδεκτή από τη θεϊκή αλήθεια της φύσης και συνεπώς γίνεται αντικείμενο σχαστικής και επιλεκτικής αυνανιστικής μεταχείρισης των πάντων. Και η μεταβίβαση ακόμη είναι αμφίβολο σε τι βαθμό θα μπορούσε να βοηθήσει στην απεμπλοκή της λίμπιντο εξ αυτής της τόσο μίζερης και επιμερισμένης επένδυσης. Υπ’ αυτή την έννοια οι ψυχωτικές και οι διαστροφικές επεξεργασίες με την κατά τόπους υπερανεπτυγμένη τους οργάνωση (π.χ. στις σεξουαλικές διαστροφές η φαντασιωτική ομορφιά των γεννητικών οργάνων ή, η εξιδανικευμένη ομορφιά του γυμνασμένου σώματος ως πανταχού παρόν υποκατάστατος φαλλός) καθίσταται μία εξαιρετικά γραφική διαδικασία. Αυτή επιτείνεται από την απίθανα ψυχαναγκαστική εμμονή του ασθενή σ’ αυτό το υπέρτατο αγαθό της φαλικής προστασίας προς αποφυγή του κινδύνου του ευνουχισμού που θα μπορούσε να επέλθει από την συνθετική επένδυσης και την μαζική λιβιδινική κατανάλωση. Όμως, και στις νευρώσεις, όπως φερ’ ειπείν, στις φοβίες η προσπάθεια του συγκερασμού ανομοειδών και αντιθέτων δυνάμεων αθωότητας και σεξουαλικότητας οδηγεί στο χάος. Άλλοτε αυτό μπορεί να παίρνει μίκρο-καταθληπτικό χαρακτήρα και επένδυση στην ακινητοποίηση ενός φαντάσματος αντικειμένου, ιδέας, συναισθήματος. Άλλοτε μπορεί να γίνεται ως μία ψεύδο-ψυχωτική διάσπαση και επιλογή ενός αποσπασμένου τμήματος προς βασανισμό και δέσμευση σε βάρος των υπολοίπων. Άλλοτε μπορεί να γίνεται μία υπερεπένδυση σε κάτι που διατηρεί την προοπτική για να φανεί το αβάσιμο της φαντασίωσης (π.χ. ο φόβος μιας γάτας) και να δημιουργούνται συγκρουσιακές διαδικασίες επιθυμιών και ενστίκτων οι οποίες αφού δεν μπορούν να συντηρούνται σε μια κατάσταση φοβικής αθωότητας πορεύονται για μία επόμενη μορφή φοβίας εξ ίσου μάταιη. Διότι γιατί να μη συνυπάρξουν για όσο γίνονται ανεκτά και ανέξοδα οι διεγερτικές υλικές δυνάμεις του θανάτου και οι διεγερτικές άυλες δυνάμεις της νέας ζωής όταν προσφέρεται ο συνδυασμός τόσο αφειδώς ως εύκολη σωματική λύση σε συνδυασμό με το συναισθηματικό σύμπτωμα που έχει τόσα πολλά βασανιστικά αλλά και διεγερτικά στοιχεία?
Εν τέλει, ουδείς μπορεί να ζει άνετα άνευ της σεξουαλικής επιβάρυνσης και άνευ του κόστους μιας συγκυρίας που ισοδυναμεί με την τρίτη φάση της καμπύλης. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την πορεία μιας φαντασίωσης που έχει αναλάβει να παίξει το ρόλο του ψυχικού ενστίκτου και έτσι παγιδευμένη στη δική του μίμηση εν τέλει ενισχύει την δράση του συμβολικού. Η συμβολική μίμηση της ζωής του βιολογικού ενστίκτου κατασκευάζει το Εγώ στην πλέον δυνατή και συγκροτημένη του εκδοχή προκειμένου να έχει ένα τόπο απολαυστικής δραστηριότητας που να καθιστά τη νέα ζωή υπέρτατο αγαθό και ζητούμενο παρά την αμαρτωλή της παράμετρο.
Η μακρόπνοη λύση στο ζήτημα της αθωότητας και της πελώριας ομορφιάς της είναι η επανεξέταση του πολιτισμού σε αυστηρά προσωπικό για τον καθένα επίπεδο. Για το μεμονωμένο άτομο – που αυτονόητα είναι η μόνιμη ενασχόληση του ψυχαναλυτή – για κάθε πολιτισμική διέγερση και αθωοτική συμπεριφορά θα πρέπει να υπάρχει μία σεξουαλική συμβολοποίηση που να αντισταθμίζει την πρώτη. Η περίπτωση των ελεύθερων σεξουαλικών σχέσεων άνευ συμβολικής συμμετοχής έχει αποδειχθεί ανεπαρκέστατη προκειμένου να αποτρέψει την ψυχική νόσο. Οι σχέσεις αυτές είναι πρωτίστως σωματικές και δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τον γενικευμένο φαντασιωτικά διαβρωτικό χαρακτήρα του ναρκισσισμού που δημιουργεί ένα δύχτι παγίδευσης του εαυτού. Γι’ αυτό το λόγο η λύση σε κάθε ψυχολογική δυσκολία ή, νόσο είναι πάντοτε η σωματική συμμετοχή ως πρότυπο επί του οποίου θα στηριχτεί κάθε προυπάρχουσα ψυχική διεργασία ποικίλου βαθμού ελεύθερης συμβολικής αξίας.