Η Ψυχανάλυση Πεθαίνει – Ζήτω η Ψυχανάλυση

Η ‘ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ’ ΠΕΘΑΙΝΕΙ – ΖΗΤΩ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ!

‘Psychoanalysis’ is Dying – Salute Psychoanalysis!

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΟΥΤΣΟΣ
Καραϊσκάκη 43
Κεφαλάρι
Κηφισιά 14562

 

English Summary: It has long been claimed that psychoanalysis has suffered a loss of identity. This has resulted in various sciences joining together under the name of ‘psychoanalysis’. The long standing questions about what psychoanalysis is and the accumulation of insurmountable problems in its doorstep due to the lack of convincing answers, has led to crisis that can no longer be rationalized. This is fully understandable considering, of course, the objective difficulties that Freud’s metapsychology entails in conjunction with insufficient training analyses and professional issues concerning the individual ‘analyst’. All these seem somehow to subside: a new generation of psychoanalysts has decided to indulge once more in Freud’s writings, convinced that psychoanalysis cannot be made the byproduct of some other science like psychology or neurology.

Ελληνική Περίληψη: Από καιρού λέγεται ότι έχει υπάρξει απώλεια ταυτότητος της ψυχανάλυσης. Αυτό έχει κάνει ώστε ποικίλες επιστήμες να έχουν ενοποιηθεί σ’ ένα σύνολο υπό την επωνυμία της ‘ψυχανάλυσης’. Τα διαρκή ερωτήματα ως προς το τι είναι η ψυχανάλυση και η συγκέντρωση ενός ανεξέλεγκτου πλέον όγκου ερωτημάτων ενώπιον της σαν αποτέλεσμα της έλλειψης πειστικών  απαντήσεων, έχει οδηγήσει σε μία κρίση η οποία είναι αδύνατον να αγνοηθεί έτη περαιτέρω. Αυτό βέβαια είναι απόλυτα κατανοητό λαμβανομένου υπ’ όψιν των αντικειμενικών δυσκολιών που ενέχει η Φροϋδική μεταψυχολογία σε συνδυασμό με ανεπαρκείς  εκπαιδευτικές αναλύσεις και φλέγοντα ζητήματα επαγγελματικής φύσης του εκάστου ‘αναλυτή’. Όλ’ αυτά όμως φαίνεται να υποχωρούν: μία νέα γενιά ψυχαναλυτών είναι αποφασισμένη να εντρυφήσει ξανά στα κείμενα του  Freud με την πεποίθηση ότι η ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι το υποπροϊόν μιας άλλης επιστήμης όπως, φερ’ ειπείν, της ψυχολογίας ή, της νευρολογίας.

 


 

Από τις στήλες αυτού του Περιοδικού αλλά και του προκατόχου του ‘Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία’, σε σειρά άρθρων μου (1993, 1994, 1995, 1997, 1998, 2000, 2002) και με ποικίλες ευκαιρίες έχω αναφερθεί στα ιδιάζοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει και που πιθανότατα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει η ψυχανάλυση, για κάποιο ακόμη διάστημα.

Όμως, υπάρχουν ορισμένα σημάδια που υποδηλώνουν ότι τα προβλήματα αυτά αρχίζουν να βρίσκουν την λύση τους. Η λύση δε αυτή δεν θα βασίζεται πλέον στις επιστήμες της ψυχοβιολογίας, της νευροψυχανάλυσης ή της αναπτυξιακής ψυχολογίας οι οποίες, μεταξύ τόσων άλλων, αποτελούν αντιπροσωπεύσεις ασυνειδήτων ανθρωπίνων αγχών, έχουσες σχέση συμβολικού μόνον χαρακτήρα με την ψυχανάλυση. Το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες απετέλεσαν αναπόσπαστο και καθοριστικό κομμάτι στην προσπάθεια ανεύρεσης μιας ενδιάμεσης ταυτότητας ενός μεγάλου μέρους της ‘ψυχαναλυτικής’ κοινότητας θα πρέπει να το δούμε με ένα αμιγώς ψυχοδυναμικό σκεπτικό.

Σίγουρα, η απώλεια ενός μεγάλου μέρους του μεταψυχολογικού έργου του Freud δύσκολα θα μπορέσει κάποτε να υποκατασταθεί. Ήδη όμως η συσσώρευση τεράστιας ψυχαναλυτικής εμπειρίας, η κατανόηση από μία μερίδα ψυχαναλυτών ότι σε τίποτα δεν βοηθάει η απλουστευτική επιστημονοποίηση της ψυχανάλυσης και η βαθμιαίως εμφανιζόμενη κατακραυγή για πράγματα όπως ότι ‘οι ψυχαναλύσεις τερματίζονται εκεί που θα έπρεπε να αρχίζουν’ ενισχύουν την ‘διαπίστωση ότι η επιστροφή στον Φρόιντ παραμένει επιτακτική όσο ποτέ’ (Σκολίδης, Β. 2000) .

Ξεκινώντας με την αισιόδοξη άποψη ότι μια νέα εποχή διαγράφεται στο χώρο της ψυχανάλυσης ας κάνουμε κατ’ αρχάς μία συνοπτική παράθεση του πολυσύνθετου της σύγχρονης ‘ψυχανάλυσης’ – και μάλιστα, όπως αυτό καταγράφεται στον Ελλαδικό χώρο – και το οποίον δικαίως απασχολεί πολλούς ψυχαναλυτές ή υποψηφίους για την μελέτη της ψυχανάλυσης: Είναι γεγονός ότι στον εν λόγω χώρο, η εξέλιξη της ψυχανάλυσης προσέκρουσε σε άσχημες ιστορικές κακοτοπιές όπως, το μεγάλο βαθμό του υφισταμένου δεσμού της με την ιατρική (Σακελλαρόπουλος, Π.2002), τα τεράστια κοινωνικά αδιέξοδα της συγκεκριμένης περιόδου και την έντονη φιλοσοφική προδιάθεση του Έλληνα ‘ψυχαναλυτή’ που από μόνη της αποτελεί ότι πιο αρνητικό για την απελευθέρωση κάθε μελετητή της ψυχανάλυσης από τυποποιημένους τρόπους εκλογικευτικής σκέψης και κυρίως  ουσιαστικής απομάκρυνσης από τις πλέον πρώιμες εκφράσεις του ψυχισμού του. Έτσι, οι μόνοι ίσως οι οποίοι δεν ασχολούνται με τα μεγάλα σύγχρονα ζητήματα και τους προβληματισμούς της ψυχανάλυσης στον Ελλαδικό χώρο, είναι οι ίδιοι οι ‘ψυχαναλυτές’. Φυσικά, κατά κανένα τρόπο δεν θα έπρεπε να θεωρηθούμε υπερεγωτικοί ορθολογιστές και να επισείσουμε την ενοχή και την ανασφάλεια. Εν τούτοις, είναι υποχρέωση αυτού του περιοδικού και, υποθέτω, κάθε άλλου με ανάλογη κατεύθυνση, να τονίζει το στοιχειώδες ότι, δηλαδή, αυτό συμβαίνει λόγω αμυνών καθώς επίσης ενός καλώς εννοούμενου επαγγελματικού συμφέροντος που επιδιώκει να αποφεύγει αντιπαλότητες.

Και στις δύο όμως αυτές περιπτώσεις υπεισέρχεται ένα διογκωμένο επίπεδο αγνοίας – συχνότατα προερχόμενο από έλλειψη ακόμη και βασικής μεταψυχολογικής παιδείας – εξ αιτίας της κατά κόρον ψυχολογικής εκπαίδευσης την οποίαν με ουσιαστικότατο τρόπο δέχεται ο Έλληνας ‘ψυχαναλυτής’.

Ας δούμε τώρα στα περιορισμένα πλαίσια αυτής της συζήτησης, το τι συμβαίνει στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία στον ευρύτερο ‘ψυχαναλυτικό’ χώρο, χωρίς να πρέπει να επεκταθούμε λεπτομερώς στα επιμέρους εφ’ όσον κάτι τέτοιο θα ήταν ο σκοπός μιας πολύ ευρύτερης συζήτησης. Σημαντικοί συγγραφείς με προσανατολισμό προς τη ψυχολογία του ‘εγώ’ και τη ψυχολογία του ‘εαυτού’ ορθώς διαπιστώνουν την αποκαλούμενη ‘διεθνή κρίση’ στον εν λόγω χώρο (Χαρτοκόλλης, Π. 2003). Συγγραφείς ευρωπαϊκού προσανατολισμού (Grubrich-Simitis, I. 1997) επισημαίνουν με σαφήνεια την ‘κατακρεούργηση’ του SigmundFreud. Τα περισσότερα ‘ψυχαναλυτικά’ Ινστιτούτα  των Ηνωμένων Πολιτειών κάνουν κάθε είδους υποχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν υποψηφίους. Η υιοθέτηση των ‘ψυχαναλυτικών’ προσεγγίσεων της ‘νευρο-ψυχανάλυσης’, της ‘ψυχαναλυτικής έρευνας’ (Sandler J. και Fonagy P. 2000) και της ‘ψυχαναλυτικής μεθοδολογίας’ αποτελούν τη ‘ψυχαναλυτική’ πραγματικότητα για ‘ψυχαναλυτές’ πολλών Ινστιτούτων. Οι ‘ψυχαναλυτές’ παραπονούνται ότι οι ασθενείς τους δεν τους εμπιστεύονται πλέον για μακροχρόνιες ψυχαναλύσεις ή, για ψυχαναλύσεις πολλών εβδομαδιαίως συνεδριών. Διάχυτη είναι και η γνώση περί του τόσο ευαίσθητου θέματος των ‘εκπαιδευτικών αναλύσεων’, που αρκετά συχνά με την από κοινού ανοχή αναλυτού και αναλυόμενου γίνεται πλασματική αύξηση του χρόνου της ‘ανάλυσης’ και του αριθμού των συνεδριών με σκοπό την αμοιβαία ικανοποίηση αμφοτέρων των πλευρών για ιδίους λόγους ενός εκάστου. Παρομοίως, διάχυτη είναι η γνώση περί της δημιουργίας αρεστής ή, περισσότερο ελκυστικής, ψυχοπαθολογίας των υπό εποπτεία κλινικών περιστατικών εκπαιδευομένων στην ‘ψυχανάλυση’, προκειμένου να καλυφθούν οι τυπικές ανάγκες της εκπαίδευσής τους. Σε ορισμένες ‘ψυχαναλυτικές’ κοινότητες δημιουργείται έντονο κλίμα φόβου των εκπαιδευομένων για το πόσο προσεκτικοί πρέπει να είναι σχετικά με τον έξω κόσμο που υποτίθεται ότι τους κατακρίνει. Σχετικό με τ’ ανωτέρω είναι ότι οι κυβερνήτες όλων των κρατών αρνούνται να νομιμοποιήσουν επισήμως την ‘ψυχανάλυση’, υπάγοντάς την – παρά τις εναγώνιες προσπάθειες δεκαετιών – ως μία μεταξύ των ψυχοθεραπειών ψυχαναλυτικού χαρακτήρος, εν γένει. Παρά ταύτα, πολλοί είναι εκείνοι οι ‘ψυχαναλυτές’ οι οποίοι συμπεριφερόμενοι άκρως αμυντικά δεν διστάζουν να διαχέουν υπεροπτικά την εντύπωση ότι θεωρούν τους εαυτούς τους μοναδικούς γνώστες της ‘ψυχανάλυσης’ αν και είναι οι ίδιοι οι οποίοι ασυνειδήτως συντηρούν, καλλιεργούν και προάγουν μία άκρως αντι-ψυχαναλυτική κατάσταση. Μαζί δε με όλ’ αυτά, ας μην αναφερθούμε και πάλι στα γνωστά πλέον ζητήματα περί κρουσμάτων έλλειψης ψυχαναλυτικού ήθους, σεξουαλικών σχέσεων που συνάπτονται μεταξύ αναλυτών και αναλυομένων και των εν γένει θεμάτων κατάργησης του τόσο βασικού στοιχείου της ψυχαναλυτικής πρακτικής, δηλαδή, του ψυχαναλυτικού πλαισίου.

Λογικά σκεπτόμενοι, είναι σίγουρο ότι και οι πλέον ελαστικοί εξ ημών θα συμφωνούσαν πως αν όντως καλούμεθα να χαρακτηρίσουμε σε συνειδητό επίπεδο τα ανωτέρω θα λέγαμε ότι η περιγραφείσα εικόνα, δεν μπορεί παρά να είναι άκρως ανησυχητική, απογοητευτική, ανεπιθύμητη και θεραπευτικά επικίνδυνη.

Όμως δεν καλούμεθα να κάνουμε κάτι τέτοιο διότι αυτό θα συνιστούσε απαράδεκτη κριτική του ασυνειδήτου εφ’ όσον η γενεσιουργός αιτία αυτής της ‘ψυχαναλυτικής’ κατάστασης ουδόλως είναι συνειδητή. Πρόκειται για μία άκρως ασυνείδητη διαδικασία η εξήγηση της οποίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην άποψη του Freud (1938) ότι η ψυχανάλυση έχει μηδαμινές πιθανότητες ότι θα μπορούσε κάποτε να γίνει δημοφιλής. Επί πολλές δεκαετίες θέλαμε να πιστεύουμε ότι αυτή του η άποψη αφορούσε μόνον το ευρύτερο κοινό, όμως σήμερα γινόμαστε μάρτυρες του πόσο πολύ αυτό αφορά ένα μεγάλο μέρος του ίδιου του ‘ψυχαναλυτικού’ κόσμου.

Όλ’ αυτά τα δεδομένα συναντιόνται σ’ ένα κεντρικό ερώτημα το οποίον θεωρώ ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να αρχίσει να απαντιέται με την δέουσα σοβαρότητα δοθείσης της εγγενούς του δυσκολίας η οποία αφ’ εαυτής το καθιστά αρκετά πολύπλοκο. Τι είναι επιτέλους η ψυχανάλυση;! Ο σύγχρονος αναθεωρητικός και αδιαπραγμάτευτος ρεαλιστής David Tuckett (2001) θέτει ευθαρσώς τους εξής προβληματισμούς: ‘…μετά από εκατό χρόνια εφαρμογής της, το τι είναι ψυχανάλυση, και τι είναι ψυχαναλυτική θεραπεία, και πως, και επί ποίων μπορεί να δουλέψει, είναι ερωτήματα που βρίσκονται υπό αμφισβήτηση εντός του ίδιου του ψυχαναλυτικού μας χώρου, αν και καλύτερα θα ήταν να μην αρχίζαμε τώρα να λέμε τι συμβαίνει και εκτός του χώρου μας’!

Κι’ όμως, το ερώτημα αυτό είναι μόνον ένα επιφαινόμενο. Στην πραγματικότητα οι παραπάνω παρατηρήσεις μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνον η περιγραφή ενός συστήματος αμυνών που αποδεικνύει ότι η καθ’ εαυτού ψυχαναλυτική στάση και ψυχαναλυτική πρακτική είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για την οποίαν ποτέ δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε.

Υπ’ αυτή την έννοια η ψυχανάλυση δεν είναι παρά μονάχα αυτό το οποίον όρισε ο ιδρυτής της: η θεωρητική μελέτη του ασυνειδήτου ενός εκάστου ασθενούς συμπεριλαμβανομένου του ιδίου του ψυχαναλυτή και η ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή των συμπερασμάτων σε κλινικό επίπεδο, όπως αυτό εκφράζεται δια της επίλυσης των αμυνών σε επίπεδο μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης. Ολ’ αυτά δε συνεπικουρούσης της τεχνικής διαδικασίας του πλαισίου και της θεραπευτικής στάσης του αναλυτή που απορρέουν ευθέως από την εκπαιδευτική ανάλυση.

Αυτός ο απλός αλλά ομολογουμένως συγκλονιστικός ορισμός της ψυχανάλυσης την βγάζει εκτός του χώρου των επιστημών, όπως τις γνωρίζουμε. Συγχρόνως όμως την καθιστά άκρως θεραπευτική και συνεπώς εξυπηρετεί τους λόγους για τους οποίους υπάρχει. Ο ορισμός αυτός βρίσκεται στο επίκεντρο όλης της ασυνείδητης επιθετικότητας των σύγχρονων ‘ψυχαναλυτών’ οι οποίοι χωρίς να το αναγνωρίζουν συμμετέχουν κατά βάση σε μία διαδικασία υποβάθμισης των θεμελίων της ψυχανάλυσης με επικάλυψη τα υπερβολικά διανοητικά σχήματα, τις διαρκείς αναφορές στη μυθολογία, την ποίηση ή, τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό κτλ..

Ο ανωτέρω ποιοτικός ορισμός της ψυχανάλυσης δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί ποτέ από ένα ποσοτικό μέγεθος που στηρίζεται στον υπερβάλλοντα αριθμό των ακαδημαϊκών ‘ψυχαναλυτών’ που σαφώς έχουν προκαλέσει ψυχαναλυτικό κορεσμό. Ας μη λησμονούμε δε ότι σε όλη την διαλεκτική των περασμένων δεκαετιών περί ψυχανάλυσης, ο Sigmund Freud (1926) εμφαντικά έδωσε την απάντηση όταν μας έλεγε ότι ‘ο σκεπτικισμός περί την ψυχανάλυση’ και οι ‘εύλογες αμφισβητήσεις’ γύρω απ’ αυτήν, δεν πρέπει να επιτρέψουν στο να ‘φτιάχνει’ ο καθένας μας μία ‘προσωπική του ψυχολογική θεωρία’. Σ’ όλη δε τη ψυχολογοποίηση του καιρού μας και του καιρού του, εκείνος (1940) υπερφαλαγγίζει κάθε μετριοπαθή αναστολή προς χάριν μιας συμβιβαστικής πρότασης και πηγαίνει στην ουσία του ζητήματος, λέγοντας ότι αυτή η δήθεν επιστημονική προσέγγιση ‘δεν διαθέτει επιχείρημα τέτοιο που να μπορεί να ονομάζεται καν επιστήμη’.

Επειδή σίγουρα αντιλαμβανόταν ο Freud ότι όλ’ αυτά ουδόλως πείθουν, εκείνος συνεχίζει ισχυριζόμενος ότι η απάντηση στους ανωτέρω προβληματισμούς βρίσκεται μόνον στην ‘εκπαιδευτική ανάλυση’ που είναι για εκείνους ‘τους λίγους που πιθανόν να επιθυμούν να πεισθούν’. Μήπως, εν προκειμένω, ο Freud είναι ακραίος; Μήπως ο άκρως μετρημένος, συντηρητικός και μετριοπαθής άνθρωπος του καιρού του έγινε αιφνιδίως επαναστάτης; Αν όχι, τότε, μήπως έχει περιγράψει κάτι με μεγάλη σαφήνεια, το οποίον αν και δύσκολο στη μελέτη του και στην κατανόησή του είναι φυσικό να μην επιθυμεί να γίνει αντικείμενο επαγγελματικής εκμετάλλευσης, κλινικής επικινδυνότητας και εκλαϊκευμένης αντιμετώπισης; Μήπως, κάθε συνεπής άνθρωπος στη θέση του θα έλεγε τουλάχιστον το ίδιο;   

Ας καταλήξουμε λοιπόν ότι τα προβλήματα αυτά δεν λύνονται παρά μονάχα μέσα από την εμπειρία της συστηματικής ανάλυσης. Η λογική του ορθού λόγου είναι σήμερα και θα είναι για πάντα ενάντια στην ψυχανάλυση. Όμως, η λογική του ασυνειδήτου είναι και θα είναι πάντοτε υπέρ της ψυχανάλυσης. Επειδή δε οι ψυχικές παθήσεις είναι παθήσεις του ασυνειδήτου είναι αυτονόητο προς τα ποία κατεύθυνση επιβάλλεται να προσβλέπει ο κάθε ψυχαναλυτής. Κι’ αν δεν νοιώθει ότι μπορεί να πεισθεί περί της ύπαρξης του ασυνειδήτου και της νομοτέλειάς του, κι’ αν θέλει περισσότερο χρόνο για να αντιληφθεί τα πράγματα αυτό επιβάλλεται να γίνει σεβαστό από τον κάθε ένα. Κι’ αν ο ‘ψυχαναλυτής’ που χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να πεισθεί μπορέσει να αντέξει αυτήν την αβεβαιότητα χωρίς αντιδραστική υπεροψία και ακόμη-ακόμη να αλλάξει επαγγελματική κατεύθυνση ακολουθώντας τον ‘πραγματικό του εαυτό’, όπως θα έλεγε ο Donald Winnicott – ένας εκ των γνησιότερων ψυχαναλυτών του εικοστού αιώνα – τόσο το καλύτερο για όλους.

Αυτές είναι οι εξελίξεις που φαίνεται να διαγράφονται για το μέλλον της ψυχανάλυσης και δεν μπορεί παρά να σηματοδοτούν ένα νέο και αισιόδοξο ξεκίνημα. Όμως, ας τονιστεί για άλλη μια φορά: στο ξεκίνημα αυτό δεν έχει θέση η διωκτική κριτική κανενός. Η αισιοδοξία βασίζεται στο τρίπτυχο καλή προσωπική ανάλυση, μελέτη του έργου του Freud, πρωταρχική έμφαση στη μεταψυχολογία.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Freud, S. 1920. The Question of Lay Analysis. S.E Τόμος XX.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 1938. An Outline of Psychoanalysis. S.E Τόμος ΧΧΙΙΙ.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 1940. Elementary Lessons in Psychoanalysis. S.E Τόμος 23.

Grubrich-Simitis, I. 1997. Early Freud and Late Freud. Routledge Press.

Μαούτσος, Β. 1993. Ψυχανάλυση & Ψυχοθεραπεία. Περιοδικό Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 1994. Τι Ψυχανάλυση. Περιοδικό Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 1995. Οι Αλλαγές. Περιοδικό Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 1997. Η Εκπαίδευση. Περιοδικό Κλινική Ψυχοδυναμική.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 1998. Οι Τρεις Μεγάλες Σχολές Ηταν Μόνο Μία. Περιοδικό Κλινική Ψυχοδυναμική.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 2000. Από τον Διαχρονικό Freud Προς τον Φροϋδικό Winnicott. Περιοδικό Κλινική Ψυχοδυναμική.

˗˗˗˗˗˗˗˗, 2002. Η Ψυχανάλυση στο Σταυροδρόμι. Περιοδικό Κλινική Ψυχοδυναμική.

Σακελλαρόπουλος, Π. 2002. ‘Δημήτρης Κουρέτας’ – Αφιέρωμα σ’ ένα Πρωτοπόρο.

Περιοδικό Κλινική Ψυχοδυναμική.

Sandler J. και Fonagy P. 2000. Clinical and Observational Psychoanalytic Research.

Karnac Books.

Σκολίδης, Β. 2000. Η Εγκατάλειψη του Φρόιντ. Βιβλιοκριτική Εφημερίδος: Ελευθεροτυπία,, 20 Οκτωβρίου 2000.

Tuckett, D. 2001. I.J.P.

Χαρτοκόλης, Π. 2003.  Άρθρο στο Δελτίο 10 της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.