Η Ερμηνευτική των Ονείρων ως Πρότυπο Ψυχαναλυτικής
Ερμηνείας Κάθε Ελευθέρου Συνειρμού
Βασίλειος Μαούτσος
Αυτό το οποίον βλέπω συχνά να ισχύει στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία αλλά και σε πολλές κλινικές παρουσιάσεις σε σχέση με το θέμα που έχω να διαπραγματευτώ σ’ αυτή μου την ομιλία είναι ότι οι ελεύθεροι συνειρμοί των ασθενών ερμηνεύονται λίγο ή πολύ σαν να πρόκειται για μία κατάσταση ξεχωριστή από τα όνειρα τα οποία φέρνουν προς ανάλυση. Απ’ τη μια είναι οι ελεύθεροι συνειρμοί τους και από την άλλη είναι τα όνειρά τους σαν δύο ανεξάρτητες καταστάσεις όπου πολλές φορές ο αναλυτής μεταφέρει ένα κλίμα ιδιαιτερότητας και ενθουσιασμού για την ύπαρξη ενός ονείρου και την ερμηνεία του! Υπ’ αυτή την έννοια φαίνεται σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις έστω κι’ αν αυτές διαδραματίζονται στον ίδιο αναλυτικό χώρο και αφορούν τις ασυνείδητες διεργασίες του ιδίου ασθενή.
Θα ήθελα λοιπόν – δοθείσης της ευκαιρίας του παρόντος Συμποσίου – να τοποθετηθώ επ’ αυτού του κατά τη γνώμη μου (και τη γνώμη πολλών συναδέλφων που ασπάζονται τις κλασσικές Φρουδικές θέσεις) εξαιρετικά σημαντικού θέματος, αναπτύσσοντας τις απόψεις μου, οι οποίες τυχαίνει να απορρέουν ευθέως από τα γραπτά κείμενα του Freud επ’ αυτού του θέματος και συγκεκριμένα ‘The Interpretation of Dreams’ του 1900 και έργα όπως το ‘Dream Analysis’ τηςElla Freeman Sharpe του 1978 αλλά και πολλά άλλα.
Συγκεκριμένα, προτίθεμαι να προτείνω ότι το ένα είναι συνέχεια του άλλου: ότι οι ελεύθεροι συνειρμοί έχουν μέσα τους το ονειρικό στοιχείο όπως και το αντίθετο. Συγχρόνως, θα ήθελα να φέρω και κάποιο κλινικό υλικό που θα με βοηθήσει να περιγράψω ευκρινέστερα τις πρακτικές, δηλαδή, τις κλινικές παραμέτρους, ενός ζητήματος που κατά τη γνώμη παραμένει ακόμη και σήμερα θεωρητικά μεν αποδεκτό κλινικά δε μη-εφαρμόσιμο.
Ας ξεκινήσω λοιπόν με την περιγραφή του ονείρου ενός ασθενούς μου τον οποίον βλέπω πέντε φορές την βδομάδα σχεδόν επί μία τετραετία, μετά από μία διακοπή τριών ετών, όταν μετά από θεραπεία ενός έτους που είχε μαζί μου, φοβήθηκε ότι το υλικό εκ της ανάλυσης των ονείρων του που μόλις είχε αρχίσει να έχει θα τον αναστάτωνε και θα τον έκανε να χάνει – όπως έλεγε – τον πολύτιμο χρόνο του με ‘σαχλαμάρες’. Όταν όμως είχε πάει να συνεχίσει την ανάλυσή του σ’ ένα συνάδελφο, τότε διαπίστωσε ότι η κατάθλιψη από την οποίαν έπασχε μετετράπη στο διάστημα των τριών ετών σε εντονότατα ψυχοσωματικά προβλήματα και συγκεκριμένα σε σοβαρά προκάρδια άλγη, σεξουαλική ανικανότητα, αυξημένη αρτηριακή πίεση και λιποθυμικές τάσεις. Στο διάστημα των τριών αυτών ετών δεν είχε κανένα όνειρο και πανικοβλημένος από την έξαρση των ψυχοσωματικών του διαταραχών διέκοψε την δεύτερη αυτή αναλυτική του προσπάθεια επιστρέφοντας στον πρώτο του αναλυτή. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα είχε θεωρήσει ότι το ‘μυστικό’ στα προβλήματά του θα πρέπει να κρυβόταν στα όνειρά του που πάντα θυμόταν με έκπληξη ότι για μένα αποτελούσαν ένα σημαντικότατο κομμάτι της ανάλυσής του. Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε, ότι ίσως ‘αυτά το όνειρα’ να του τα ξανάφερνα πίσω και να γινόταν επιτέλους καλά από μία κατάσταση που απειλούσε την επαγγελματική, σεξουαλική και κοινωνική του υπόσταση έστω κι’ αν ο ίδιος ακόμη δεν καταλάβαινε τι στο καλό θα μπορούσε να περιμένει κάποιος από τα όνειρά. Συγχρόνως όμως, εφ’ όσον αυτά ήσαν τόσο σημαντικά για εμένα δεν είχε καμία αμφιβολία ότι με κανένα τρόπο δεν θα έπρεπε να τα υποτιμά. Εν πάσει περιπτώσει, ήταν εξ αρχής σίγουρος ότι ο ίδιος ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να αναλύει τα όνειρά του! Αυτό ήταν κάτι που θα το έκανα εγώ για λογαριασμό του. Ερχόταν, λοιπόν, ο ασθενής μου αυτός πίσω σε μένα με μία έτοιμη μεταβίβαση εμπιστοσύνης στο να μπορώ να βλέπω στο βάθος του ασυνειδήτου του, συγχρόνως δε και με ένα φόβο να αντιμετωπίσει αυτό που θα έβλεπε μέσα του και γύρω απ’ τα όνειρά του αλλά και με μία εγωτική περιέργεια να μάθει από εμένα πώς να εξηγεί αυτά που του συνέβαιναν σε σχέση με τα όνειρά του.
Όπως αντιλαμβάνεστε, ήταν αρκετά σαφές εξ’ αρχής ότι ο ασθενής μου αυτός κατά βάση δεν αναφερόταν στα πραγματικά όνειρά του: είχε επιστρέψει σ’ εμένα για να δούμε μαζί ένα εσωτερικό ‘εχθρό’ νάρχεται και να του επιτίθεται, έναν εχθρό που ήθελε να τον σκοτώσουμε μαζί, να τον εξολοθρεύσουμε μαζί έτσι ώστε να μη τολμήσει να τον ξαναπλησιάσει ή, κι’ αν τον ξαναπλησίαζε να τον είχε του χεριού του. Αυτός ο ‘εχθρός’ για τον συγκεκριμένο ασθενή μου σήμαινε ‘ονειρο’, αυτή η ψυχική κατάσταση είχε συμβολοποιηθεί μέσα του σαν ‘όνειρο’. Και οι συνειρμοί του σ’ αυτές τις πρώτες συνεδρίες ήσαν σαφέστατα πραγματικού χαρακτήρα αλλά σε σημαντικό βαθμό εξωπραγματικού, δηλαδή, ονειρικού χαρακτήρα: ήταν δε το ονειρικό στοιχείο βαθειά μέσα στη μεταβίβαση και έδειχνε ότι ήθελε να ήταν υποταγμένος μετά από την επιστροφή του σ’ εμένα. Μου ζητούσε εμμέσως συγγνώμη που είχε φύγει και ήθελε να τον πιάσω τώρα από το χέρι και να πάμε οι δυο μας να σκοτώσουμε το τέρας-όνειρο. Δεν είναι αυτό, από μόνο του, ένα τέλειο όνειρο που χρειάζεται ερμηνεία έστω κι’ αν συγχρόνως αποτελεί μία τυπική μεταβιβαστική κατάσταση;
Όταν λοιπόν ξεκίνησε την ανάλυσή του ο ασθενής μου αυτός, είδε το εξής πραγματικό, αυτή τη φορά, όνειρο: ήταν με την φιλενάδα του και τον καλό του φίλο σ’ ένα τουριστικό θέρετρο όταν αιφνιδίως ένας αστυνομικός έκανε την εμφάνισή του και περιφερόταν έξω από το ξενοδοχειακό συγκρότημα που έμεναν με εμφανή σκοπό να τον συλλάβει για κάποιον άγνωστο κατ’ αρχάς λόγο. Σκέφτηκε όμως ότι η σύλληψή του πιθανότατα θα είχε να κάνει με κάποιες οικονομικές ατασθαλίες φορολογικού χαρακτήρα και με συνεισφορές της τάξεως 5χ200, χωρίς όμως να γνωρίζει τι εσήμαιναν αυτά τα νούμερα. Στη συνέχεια του ονείρου βρισκόταν με κάποιον άντρα – ίσως τον καλό του φίλο, ίσως κάποιον άλλο – στο διπλό κρεβάτι του ίδιου ξενοδοχείου ή, ενός διαμερίσματος, το οποίον όμως είχε το χαρακτηριστικό ότι το μπαλκόνι του δωματίου ήταν συνέχεια του δρόμου που περνούσε έξω απ’ αυτό. Ξαπλωμένος λοιπόν καθώς ήταν στο κρεβάτι απολάμβανε τη θέα του δρόμου και είχε την εντύπωση ότι μου όφειλε 400Ε τα οποία όμως όταν τα ξαναυπολόγησε ήταν μόνο 375Ε.
Οι άμεσοι συνειρμοί του ασθενούς μου στο όνειρό του αυτό ήταν ως συνήθως του τύπου: ‘ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα απ’ αυτό το όνειρο. Πως μπορείτε και βγάζετε εσείς τα συμπεράσματα που βγάζετε από τα όνειρά μου, είναι μυστήριο. Αυτό όμως που με εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι τώρα πια είμαι σίγουρος ότι οι ερμηνείες που δίνετε είναι σωστές. Απλά, εγώ δεν μπορώ να τις σκεφτώ’. Αυτό το κάλεσμα, τρόπον τινά, να μπω μέσα του και να πιάσω τον υποτιθέμενο ‘εχθρό’, αποτελούσε κατά βάση τον άμεσο συνειρμό του σε κάθε του όνειρο. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να πει για τα όνειρά του. Όμως οι έμμεσοι συνειρμοί του, δηλαδή, οι ελεύθεροι συνειρμοί του, αυτά που έλεγε χωρίς φαινομενικά να σχετίζονταν με τα όνειρα του, είναι περισσότερο σημαντικοί για την παρούσα εισήγησή μου, διότι δείχνουν ότι και τα δύο – οι ελεύθεροι συνειρμοί και το όνειρο – αν και φαινομενικά είναι ξεχωριστές καταστάσεις στην ουσία δεν είναι παρά μόνον διαβαθμίσεις και αμυντικές διαφοροποιήσεις των ίδιων ακριβώς ασυνειδήτων αναγκών που κατά συνέπεια η κάθε μία εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο.
Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσα ευθύς αμέσως να δώσω έναν ορισμό όσον αφορά το τι είναι όνειρο και να συμπεριλάβω σ’ αυτόν και τον ορισμό του τι είναι ελεύθερος συνειρμός. Οι δύο δε αυτοί οι ορισμοί θα δοθούν μέσα από ένα μεταψυχολογικό πρίσμα – συνδυαστικό του συνόλου των ψυχικών λειτουργιών – διότι μόνον έτσι θα μπορέσει να αποκτήσει νόημα η ύπαρξη μιας ουσιαστικής σχέσης μεταξύ των δύο.
Όντως, το όνειρο, από μεταψυχολογική σκοπιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακραία μορφήελεύθερου συνειρμού και συνεπώς υπάρχει πάντοτε μέσα σ’ αυτόν ακριβώς όπως και ο ελεύθερος συνειρμός είναι μία μεσαία έκφραση ονείρου και συνεπώς υπάρχει πάντοτε μέσα σ’ αυτό: η ψυχική οικονομία, η σχέση μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου καθώς και οι αμυντικές τακτικές επανακαθορίζονται – έστω κι’ αν αυτό είναι προσωρινό – μετά από κάθε όνειρο, όπως ακριβώς αυτές οι ίδιες παράμετροι προσπαθούν αλλά με μικρότερη επιτυχία να επανακαθοριστούν μέσα από κάθε ελεύθερο συνειρμό.
Όμως, σε εμπειρικό επίπεδο το γεγονός ότι αυτό είναι αληθές δεν φαίνεται. Εξ ου και πάντοτε όταν μιλάμε περί ονείρου θεωρούμε ότι η συνείδησή μας έχει εκπέσει σε βαθμό τέτοιο ώστε να μην γνωρίζουμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα. Δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, στην περίπτωση του ονείρου αποδεχόμαστε άνευ όρων την ύπαρξη του ασυνείδητου και την αποποίηση κάθε ευθύνης για το κρυφό περιεχόμενο του ονείρου ωσάν να πρόκειται για κάτι αποκομμένο απ’ την πραγματικότητα. Στην περίπτωση δε του ελευθέρου συνειρμού συμβαίνει το εντελώς αντίθετο σε εμπειρικό επίπεδο: αποκλείουμε την ύπαρξη του ονειρικού στοιχείου ωσάν να επιζητείται η πραγματικότητα σ’ αυτόν πάσει θυσία.
Υπάρχει μία σαφής αναγκαιότητα για τον διαχωρισμό των δύο αυτών ψυχικών εκφράσεων αν και γνωρίζουμε πόσο ανεπαρκής είναι μία τέτοια προσέγγιση. Στην ψυχαναλυτική δε πρακτική γνωρίζουμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η απλή μεταβιβαστική ερμηνεία των ελεύθερων συνειρμών κατ’ ουδένα τρόπο θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηρισθεί ως η τελευταία λέξη στην πορεία προς το ασυνείδητο. Ο Φρόιντ θεώρησε ότι το όνειρο αποτελεί ‘την βασιλική οδό προς το ασυνείδητο’ όχι μόνον επειδή η ύπαρξη του ονείρου, από μόνη της, καθιστά τον ελεύθερο συνειρμό, εκ των πραγμάτων, έκφραση περιορισμένου βεληνεκούς, αλλά και επειδή η ανεύρεση και ερμηνεία του ονειρικού στοιχείου σε κάθε ελεύθερο συνειρμό μας οδηγεί εκ του ασφαλούς στο βαθύτερο ασυνείδητο και είναι εξ ίσου σημαντική όσο και το ίδιο το όνειρο.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα ως προς το γιατί να υπάρχει τέτοια σαφής αντιδιαστολή μεταξύ ονείρου και ελευθέρου συνειρμού. Υποθέτω ότι ο τόσο σαφής αυτός διαχωρισμός μεταξύ τους εκφράζει την διπλή υπόσταση της λειτουργίας του ασυνειδήτου και συνεπώς από κλινικά ψυχαναλυτική σκοπιά συνιστά θέμα μείζονος ενδιαφέροντος. Εάν θέλουμε να εξετάσουμε ποιές είναι οι κύριες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ ονείρου και ελευθέρου συνειρμού νομίζω ότι ευκόλως θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι είναι θέμα ποιοτικής διαφοράς ορισμένων εκ των χρησιμοποιουμένων αμυνών: στην περίπτωση του ονείρου υπάρχουν άμυνες που εμφανίζονται ως εξωυποκειμενικού χαρακτήρος ενώ στη περίπτωση του ελευθέρου συνειρμού οι άμυνες είναι ενδουποκειμενικού χαρακτήρος. Οι πρώτες, ας πούμε, αναφέρονται από τον ασθενή σαν να πρόκειται για κάτι που είναι έξω απ’ αυτόν, υπό μορφή προβολών, ενώ οι δεύτερες περιγράφονται σαν κάτι που τον αφορά άμεσα, υπό μορφή ενδοψυχικών συγκρούσεων.
Έτσι, στην περίπτωση του ονείρου οι άμυνες έχουν ένα χαρακτήρα πρωτόγονο υπό την έννοια ότι χωρίζουν τη κατάσταση της συνείδησης από την κατάσταση της μη-συνείδησης. Το όνειρο είναι μια διαχωριστική ή, σχισματική κατάσταση ή, σχαστική κατάσταση. Αυτό δε έρχεται σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο συνειρμό όπου οι οποιεσδήποτε αμυντικές διεργασίες έχουν χαρακτήρα ενωτικό των ψυχικών λειτουργιών.
Μέσα από αυτή τη βασική εκτίμηση περί της αμυντικής διεργασίας στο όνειρο φτάνουμε σε αντίστοιχες κλινικές εκτιμήσεις. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η αιτία για την οποίαν ευκόλως μπορούμε να ορίσουμε, όπως άλλωστε ορίστηκε εξ αρχής από τον Φρόιντ, το όνειρο ως μία κατάσταση ψύχωσης: αυτό έγινε με βάση πάντοτε το κριτήριο της διαχωριστικότητας που προκαλείται στη συνείδηση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας. Και, ιδού, επίσης ποιος είναι ο λόγος για τον οποίον θεωρούμε τον ελεύθερο συνειρμό νευρωσική διαδικασία με βάση το γεγονός ότι δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή αλλά αντιθέτως υπάρχει τάση για συνένωση των λειτουργιών του ψυχισμού είτε, αυτές αναφέρονται στον εξωτερικό είτε, στον εσωτερικό χώρο του υποκειμένου.
Ποιος είναι όμως ο λόγος για τον οποίον υπάρχει τόσο μεγάλη διαφοροποίηση των αμυνών μεταξύ των νευρωσικών – ενδουποκειμενικών και ψυχωσικών – έξωυποκειμενικών και ποιο είναι το γενεσιουργό χαρακτηριστικό τους; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει να κάνει με την έννοια του τι ρόλο παίζει το περιβάλλον στην ανθρώπινη κατάσταση και γιατί, εν πάσει περιπτώσει, να βιώνεται ως τόσο προβληματική η ύπαρξή του.
Ο Φρόιντ διαπραγματεύθηκε αυτό το ζήτημα μέσα από την έννοια του ναρκισσισμού (………..). Κατά βάση, αυτό το οποίον επρότεινε και ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά μέχρι σήμερα, είναι ότι το ‘περιβάλλον’ – αυτό που στη ψυχανάλυση φέρεται άλλλοτε ως ‘αντικειμένο’ και άλλοτε ως ο ‘άλλος’ – το περιβάλλον λοιπόν, είναι μία κατάσταση που βασικά είναι απαράδεκτη σε ασυνείδητο επίπεδο ή, δύσκολα μπορεί το άτομο να την υποφέρει ιδιαίτερα στα πολύ πρώιμα στάδια της ζωής. Αντίθετα προς το περιβάλλον, ο ‘εαυτός’ ο οποίος δημιουργείται και εξελίσσεται βαθμιαία συνιστά ένα βίωμα το οποίον συνάδει πολύ περισσότερο με την έννοια της ευχαρίστησης και της ατομικής ικανοποίησης και κατά συνέπεια είναι πολύ προτιμητέο του περιβάλλοντος. Υπάρχει, δηλαδή το παράδοξο, κατά το κοινώς λεγόμενο, όπου η βαθύτερη ανθρώπινη ικανοποίηση είναι το άμεσο προϊόν της αίσθησης του εαυτού, η δε δυσαρέσκεια και δυσφορία είναι το άμεσο αποτέλεσμα της έννοιας του περιβάλλοντος ή, του αντικειμένου. Υπ’ αυτή την έννοια η επιβολή του ‘άλλου’ ή, του ‘περιβάλλοντος’ επί του ‘εαυτού’ συνιστά την μείζονα αποτυχία του δεύτερου επί του πρώτου και δοθέντος ότι πρόκειται για κάτι αναπόφευκτο εκ των πραγμάτων καθίσταται το πλέον καθοριστικό σημείο στην ανθρώπινη εξέλιξη.
Η σημασία αυτής της επιβολής έγκειται στο ότι το περιβάλλον ή ο άλλος ή το αντικείμενο – όπως κι’ αν ονομάσουμε τον εξωτερικό παράγοντα – σπάνε το φράγμα του ναρκισσισμού, δηλαδή, σπάνε το φράγμα της ευχαρίστησης που αποκομίζει το άτομο από τον εαυτό του και κατά συνέπεια ο ‘εαυτός’ του ατόμου βιώνεται βαθμιαία και ολοέν περισσότερο εφ’ όρου ζωής ως το αντικείμενο των ορέξεων του περιβάλλοντος. Η κατάσταση κατά την οποίαν ο εαυτός αποδέχεται τον άλλον, η κατάσταση, δηλαδή, της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, συνιστά μία ευχάριστη προδιάθεση προερχόμενη από μία κατ’ αρχάς δυσάρεστη εμπειρία του. Το καθοριστικό δε σημείο αυτής της διεργασίας είναι το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα. Αυτήν ακριβώς την πορεία προς το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα ο Φρόιντ περιέγραψε ως πρωταρχικό μαζοχισμό και η επίλυσή του συνιστά το απαύγασμα της βαθύτερης σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του και επί τη βάσει αυτής της σχέσης όλη η μετέπειτα πορεία του εξαρτάται. Διότι η έναρξη του μαζοχισμού οδηγεί στον σάδομαζοχισμό και στην ικανοποίηση απ’ αυτόν καθώς και σε μία πληθώρα κλινικών καταστάσεων εφ’ όσον η επαναληπτική προδιάθεση τον διαιωνίζει επ’ αόριστον.
Στην περίπτωση λοιπόν του ονείρου αντιλαμβανόμεθα ότι η παλινδρόμηση στην ναρκισσιστική ψύχωση της ονειρικής κατάστασης δεν είναι τίποτα άλλο από μία επαναβίωση της ικανοποίησης της βασικής σχέσης των ενστίκτων με τον εαυτό τους, με την ‘φύση’ τους, όποια κι’ αν είναι. Αυτό, δηλαδή, το οποίον συμβαίνει στο όνειρο και εν τινί βαθμό διαρκώς τείνει να συμβαίνει στους ελεύθερους συνειρμούς της ψυχαναλυτικής διαδικασίες είναι η επιστροφή του ανθρώπου στην κατάσταση της απόλυτης ατομικής ηδονής η οποία κατά βάση εναντιώνεται σε οποιαδήποτε έννοια εξέλιξης και προόδου όπως αυτή είναι ευρέως κατανοήσιμη.
Η διάκριση επομένως μεταξύ ενστίκτου του θανάτου και ενστίκτου της ζωής ή ερωτικού ενστίκτου, θα πρέπει να γίνεται πάντοτε λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την διάσταση της ικανοποίησης ή, επακριβέστερα της πρωταρχικής, της ναρκισιστικής ικανοποίησης, η οποία ευρίσκεται βαθέως κρυμμένη εντός του ενστίκτου του θανάτου, σε αντιδιαστολή με την μαζοχιστική ικανοποίηση η οποία είναι συνυφασμένη με το ένστικτο της ζωής ή, το ερωτικό ένστικτο και η οποία ευρίσκεται επιφανειακά μόνον προσαρτημένη σ’ αυτό. Μόνο υπ αυτή την έννοια, δηλαδή, της αντιδιαστολής μεταξύ ναρκισσισμού και μαζοχισμού – δύο καταστάσεων που αμφότερες έχουνε τα υπέρ τους και τα κατά τους, τα θετικά τους και τα αρνητικά τους – μόνο τότε, επαναλαμβάνω, μπορούμε να κάνουμε νόημα μιας πληθώρας κλινικών καταστάσεων που επηρεάζουν το συναίσθημα και που ενώ μπορεί να φαίνονται εξωτερικά οι ίδιες για τον απλό παρατηρητή όμως για τον αναλυτή είναι απαραίτητο να γίνεται σαφής διάκριση ως προς την κύρια προέλευσή αυτής της επήρειας. Καταστάσεις οι οποίες φαίνονται να είναι άκρως δημιουργικές μπορεί να έχουν μέσα τους εντονότατο το μαζοχιστικό στοιχείο ενώ άλλες φαινομενικά αυτοκαταστρεπτικές ( ας θυμηθούμε εδώ τις απόψεις του Winnicott περί της ‘Αντικοινωνικής Συμπεριφοράς’) μπορεί να υπόσχονται μεγάλες ικανοποιήσεις λόγω της γνησιότητας που υποκρύπτεται σ’ αυτές.
Εν ολίγοις, η ζωή και ο θάνατος εμπλέκονται ή, επακριβέστερα αλληλοδιαπλέκονται έτσι ώστε πολύ συχνά – για να μην πω στις περισσότερες των περιπτώσεων – είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς εκτός αναλυτικής διαδικασίας μέχρι ποίου σημείου το μη-κοινωνικοποιημένο επαρκώς άτομο επιθυμεί πραγματικά την μαζοχιστική ηδονή της συνέχισης της ζωής του με όλα της τα αρνητικά και μέχρι ποίου σημείου επιθυμεί την ναρκισσιστική ηδονή της αυτοκαταστρεπτικότητάς του με όλα της τα θετικά. Όπως, προείπα αυτό είναι απόλυτα συνειφασμένο με την επίλυση ή μη αυτού που συνοπτικά ονομάζουμε Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα.
Στην περίπτωση του ονείρου σαφώς υπερέχει κατά πολύ το στοιχείο το ναρκισσιστικό, το έτεροκαταστρεπτικό, το αντικοινωνικό, το στοιχείο που επαναφέρει το άτομο βαθειά μέσα στον εαυτό του. Επομένως, η δουλειά του αναλυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το να προάγει την ερωτική διάσταση που κρύβεται μέσα στο όνειρο έστω κι’ αν αυτή ενέχει τη μαζοχιστική της συνιστώσα. Στη περίπτωση του ελευθέρου συνειρμού υπερέχει το ένδουποκειμενικό, αυτοκαταστρεπτικό, ενοχοποιητικό στοιχείο.
Έχοντας συζητήσει την σχέση που υφίσταται μεταξύ του ονείρου και των ελεύθερων συνειρμών κάθε ασθενούς, ας έρθουμε τώρα στο θέμα της ερμηνείας των ονείρων και των ελεύθερων συνειρμών καθώς και της σχέσης, εννοώ της ερμηνευτικής σχέσης, που υπάρχει μεταξύ των δύο. Ο αναλυτής ο οποίος ερμηνεύει είτε ένα όνειρο είτε ένα σύνολο ελεύθερων συνειρμών του ασθενούς του, θα πρέπει διαρκώς να έχει υπόψη του την σχέση που υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο αναλυτικών καταστάσεων.
Η βασική μας τοποθέτηση είναι ότι το όνειρο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ακραία μορφή ελεύθερου συνειρμού και ο ελεύθερος συνειρμός μία συναινετική ή, μεσαία μορφή ονείρου. Κατά συνέπεια, στην ερμηνεία που κάνει ο αναλυτής, θα πρέπει διαρκώς – πέραν του να ερμηνεύει το όνειρο του ασθενούς του – να βρίσκει το ονειρικό στοιχείο των συνειρμών του και να το μετατρέπει – τουλάχιστον έν τινί βαθμό και βαθμιαία – σε συνειδητές καταστάσεις ονείρου το οποίον και πάλι καλείται να ερμηνεύσει. Υπ’ αυτή την έννοια η ερμηνεία των ελεύθερων συνειρμών φέρνει το περιεχόμενό τους ολοένα κοντύτερα προς την ψύχωση του ασθενή μέσω της νεύρωσής του και της επιτρέπει να εκδηλωθεί ή μάλλον να ‘ξεδιπλωθεί’ βαθμιαία και εναργέστερα. Το φαινόμενο ή, η τεχνική αυτή ονομάζεται ‘παλινδρόμηση μέσα στην ανάλυση’. Αυτό το οποίο συμβαίνει, εν προκειμένω, είναι ότι ο ασθενής ηδονίζεται και εκθαμβώνεται – δευτερογενώς δε τρομάζει – κατά την σταδιακή συνάντησή του με τις πιο βασικές ναρκισσιστικές του ανάγκες η οποία λαμβάνει χώρα με την συμπαράσταση του αναλυτή του. Αυτή δε η παλινδρόμηση και η δημιουργία κλίματος προσομοιάζοντος με ονειρική κατάσταση μέσα από τους ελεύθερους συνειρμούς του ασθενούς δημιουργεί καινούργιες προϋποθέσεις για το επόμενο στάδιο της ανάλυσής του.
Πράγματι, το επόμενο στάδιο της ανάλυσης είναι αυτό που θα εκφραστεί από τις ερμηνείες του αναλυτή και που θα είναι πλέον προς την κατεύθυνση της επαναδομήσης έχοντας όμως συλλέξει από την προτέρα κατάσταση της παλινδρόμησης έναν θησαυρό ναρκισσιστικών στοιχείων τα οποία θα μπορέσόυν ασθενής και αναλυτής να χρησιμοποιήσουν για μία διεύρυνση και διαπλάτυνση των εγωτικών στοιχείων του ασθενούς. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ανάλυση οδηγεί προς την ψύχωση χωρίς ψύχωση. Ισοδυναμεί δε η όλη διαδικασία με αυτό που ονόμαζε ο Φρόιντ συστηματική ανάλυση σε επίπεδο ελευθέρων συνειρμών ή, τμηματική ερμηνεία σε επίπεδο ονείρου.
Υπάρχει εδώ ένα σαφές παράδοξο που χαρακτηρίζει όλη αυτή την ερμηνευτική διαδικασία. Το παράδοξο έγκειται στο ότι η εξέλιξη της ανάλυσης προκειμένου να πραγματωθεί επιτυχώς πρέπει προηγουμένως να περάσει μέσα από το ναρκισσισμό, δηλαδή, μέσα από το ένστικτο του θανάτου το οποίο μέσα από την πελώρια ενεργειακή διαθεσιμότητα την οποίαν ελέγχει είναι σε θέση να εμπλουτίζει απεριόριστα το ένστικτο της ζωής όταν το συναντά και πάντα, μέσα στα πλαίσια μιας διαρκούς μαζοχιστικής υπεραναπλήρωσης.
Στη περίπτωση του ονείρου του ασθενούς μου που προανέφερα καθώς δεν υπήρχαν άμεσοι αλλά μόνον ελεύθεροι (έμμεσοι) συνειρμοί στο όνειρό του μπορούμε ευκολότερα να δούμε ότι αυτοί στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ονειρικές καταστάσεις που συγκαλύπτουν τις ίδιες ανάγκες του ασθενή για αμυντική διαπραγμάτευση των απωθήσεών του αλλά με διαφορετικό τρόπο από εκείνο του ίδιου του ονείρου.
Οι ελεύθεροι λοιπόν συνειρμοί του ασθενή μου σ’ αυτή τη συνεδρία είχαν να κάνουν με το πώς είχε περάσει το Σαββατοκύριακό του στο σπίτι ενός φίλου του γιατρού ο οποίος του μεταφέρει πάντοτε ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στον εαυτό του επειδή νιώθει ότι αν υποστεί κάποιο πρόβλημα υγείας (π.χ κάποιο έμφραγμα) αυτός σίγουρα θα ξέρει πώς να το αντιμετωπίσει ιδίως τις ημέρες που δεν έρχεται για ανάλυση. Κι’ όμως – συνέχισε να λέει – παρά την τεράστια βελτίωση που νιώθει αφ’ ότου ξανάρχισε εντατική θεραπεία και διέκοψε όλα τα φάρμακα, του έχει τώρα εμφανιστεί ανεξήγητη δακρύρροια που συχνά τον φέρνει σε δύσκολη θέση ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα. Χαριτολογώντας δε συνέχισε ότι θα μούδινε τα πάντα να μπορούσε να την ξεπεράσει την δακρύρροια όπως και την σιελόρροια που του έχει εμφανιστεί δεξιά και συχνά τον κάνει να σκέφτεται ότι έχει πάθει εγκεφαλικό.
Στις επόμενες δύο ή τρεις συνεδρίες του ερμήνευσα κατ’ αρχάς και σύμφωνα με τους συνειρμούς του σε μεταβιβαστικό πάντοτε επίπεδο πόσο πολύ με σκέφτεται τα Σαββατοκύριακα που δεν βλεπόμαστε και τι ωραίο πράγμα που θάτανε να ήμασταν μαζί έστω και για ξεκούραση. Τότε, ούτε τα μάτια του θα τρέχαν ούτε το εγκεφαλικό θα τον απασχολούσε αλλά σαν σε όνειρο μόνον τα χείλια του θα οφείλοντο σε εμένα αυτά θα ήταν η αμοιβή μου – αυτά θα ήταν η οφειλή του προς εμένα. Ερμήνευσα, δηλαδή, στον ασθενή μου το ενδουποκειμενικό, ενδοσυγκρουσιακό κομμάτι των συνειρμών του που αφορούσε την μεταβίβαση σε ένα χαλαρό ονειρικό επίπεδο – το πώς εξηγούνται τα αισθήματά του για το Σαββατοκύριακο – συμπεριλαμβάνοντας όμως στο τέλος της ερμηνείας μου το αμιγές ονειρικό στοιχείο, το εντελώς εξωπραγματικό, που σχετίζετο με τα ‘χείλια’ του στο όνειρο και που δεν αφορούσε τα αισθήματά του αλλά μία περίεργη, απόμακρη εικόνα ονείρου. Αφορούσε τα ξεκάρφωτα νούμερα του ονείρου 5χ200 = ‘χείλια’.
Ο ασθενής μου συμφώνησε απολύτως ότι αυτό ακούγεται πολύ ‘πραγματικό’: χωρίς αμφιβολία θα ήταν κάτι το υπέροχο να είχαμε φτιάξει μία φιλική σχέση οι δυο μας διότι συχνά είχε σκεφτεί ότι και σαν χαρακτήρες θα πρέπει να μοιάζουμε. Άλλωστε, μετά το τέλος της ανάλυσης δεν έβλεπε τον λόγο που μια τέτοια σχέση δεν θα μπορούσε να υπάρχει! Συγκεκριμένα, είπε ότι το περασμένο Σαββατοκύριακο το σκεφτόταν κάτι τέτοιο και μάλιστα έλεγε ότι με το ρυθμό που προχωράμε αυτό φαίνεται αρκετά εφικτό για το σχετικά εγγύς μέλλον. Αυτό όμως που δεν κατάλαβε, συνέχισε να λέει, ήταν σχετικά με τα χείλια του. Τι εννοούσα μ’ αυτό; Μήπως εννοούσα κάτι σχετικό με ομοφυλοφιλία; Μου υπενθύμισε ότι όπως είχε αναφέρει και στο παρελθόν η ομοφυλοφιλία είναι ότι πιο αποκρουστικό μπορεί να σκεφτεί να συμβεί στον εαυτό του ή και σε κάθε άντρα. Αποτελεί για αυτόν ένα αίνιγμα ανεξήγητο πως γίνεται νάναι κανείς ομοφυλόφιλος! Ήθελα άραγε να υπαινιχθώ ότι ήταν ομοφυλόφιλος; Αυτό πού τούπα για τα χείλια ένιωθε ότι δεν το είχε καταλάβει.
Τότε – και μόνον τότε – όταν δηλαδή είχα διαπραγματευθεί μαζί με το νευρωσικό, το ενδουποκειμενικό, το συγκρουσιακό και το ονειρικό στοιχείο των ελευθέρων συνειρμών του, του επεσήμανα ότι αυτό το ακατανόητο κομμάτι που αναφέρεται στα χείλια του υπάρχει στη σκέψη του και ότι το έχει αποκόψει εντελώς γι’ αυτό και το βλέπουμε ξεκάρφωτο στο όνειρό του όπου κάνει αναφορά στην οφειλή του προς την ‘ευφορία’, δηλαδή, την ευχαρίστηση που αποκομίζει από την επαφή μας, η οποία όμως σταματάει στα ‘χείλια’ (‘2χ500’). Προκειμένου δε να μη συμβεί αυτή η μεγάλη και τελική ικανοποίηση μεταξύ μας καραδοκεί ένας ‘αστυνομικός’ απ’ έξω ( αναφορά στο υπερεγώ του) που κάνει την αναλυτική παραμονή του μαζί μου παρατεινόμενη μεν αλλά απαγορευτική στην εφορία της στοματικής επαφής.
Η ερμηνεία αυτή τον συντάραξε και τον επηρρέασε βαθύτατα. Η δακρύρροια εξαφανίστηκε έκτοτε και ο ίδιος έγινε αισθητά λιγότερο φοβισμένος στην επεξεργασία των ομοφυλοφιλικών του διαθέσεων. Η βελτίωσή του ήταν ραγδαία και μάλιστα σε βαθμό που ακόμη και η αρτηριακή του πίεση επανήλθε, καθώς έλεγε, σε φυσιολογικά επίπεδα χωρίς την χρήση αντιυπερτασικών τα οποία και τα σταμάτησε. Ένιωθε δε ότι ίσως θα μπορούσε και να σταματήσει η ανάλυση αν και κάτι τέτοιο μόνον εγώ θα μπορούσα να το γνωρίζω!
Όμως, επαναλαμβάνω ότι άμεσοι συνειρμοί στα όνειρά του δεν υπήρχαν. Συνεπώς, του ερμήνευσα στη μεταβίβαση επί τη βάσει των παρόντων συνειρμών του και αυτών που έχω προαναφέρει το πόσο θα πρέπει να νιώθει ότι κρατάει μυστικά από εμένα αφ’ ότου σταμάτησε η δακρύρροια και η σιελόρροια και σε τι δύσκολη θέση βρίσκεται θέλοντας να μου δώσει τα πάντα προκειμένου νάναι συνεπής μαζί μου και να μην κρατάει τίποτα πια κρυφό απ’ εμένα. Η τρομάρα όμως από μία τέτοια εξέλιξη είναι τόσο μεγάλη που είναι προτιμότερο να σταματήσει και πάλι την ανάλυσή του. Προσέθεσα δε – κάνοντας και πάλι χρήση του ονειρικού στοιχείου των ελευθέρων συνειρμών του – η υπέρτασή του του έχει πέσει τώρα και είμαστε και οι δύο εκτονωμένοι και στο ίδιο επίπεδο. Μου απήντησε ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα διότι εμπιστεύεται τόσο πολύ ότι του λέω αλλά αυτό το τελευταίο περί υπέρτασης ακούγεται κάπως εξωφρενικό.
Είχα φυσικά επίγνωση αυτού του πράγματος. Έχοντας όμως φτάσει σ’ αυτό το σημείο όπου και πάλι επί τη βάσει των συνειρμών του φαντασία και μεταβιβαστική πραγματικότητα είχαν έρθει τόσο κοντά με τη βοήθεια του ονειρικού στοιχείου των ελευθέρων συνειρμών, προχώρησα τώρα να του ερμηνεύσω το δεύτερο μέρος του καθ’ εαυτού ονείρου του το οποίον έλεγε με άλλα λόγια το ίδιο ακριβώς πράγμα. Δηλαδή, του μίλησα σχετικά με το δεύτερο μέρος του ονείρου του όπου το επίπεδο της κρυφής ομοφυλοφιλικής μας σχέσης στο ξενοδοχείο συνέπεπτε με την δημόσια ζωή του κεντρικού δρόμου. Ήμασταν και οι δύο ακίνητοι πάνω σ’ ένα κρεβάτι ή πάνω στο κατάστρωμα μιας κεντρικής λεωφόρου. Η ψυχανάλυση με την καθημερινότητα έπαυαν πλέον νάναι δύο ξέχωρες καταστάσεις, είχαμε φτάσει σχεδόν στο τέλος, σχεδόν στο θάνατο που μια τέτοια πραγματικότητα θα είχε μέσα της. Του έφερα δε ως συμπληρωματικό κομμάτι αυτής μου της ερμηνείας αυτό που συμβαίνει στο όνειρό του με την εβδομαδιαία (τότε) αμοιβή μου των 375Ε που επιθυμούσε να την αυξήσει από μόνος του στα 400Ε έτσι ώστε να σπάσει αυτό το τυπικό μεταξύ ψυχανάλυσης και πραγματικότητας, εξού και η οφειλή του προς εμένα καθώς και το υποτιθέμενο λάθος που είχε κάνει προς στιγμήν.
Στη προκειμένη περίπτωση και δοθείσης της πλήρους αδυναμίας αυτού του ασθενούς να έχει άμεσους συνειρμούς στα όνειρά του, μπορούμε νομίζω, να δούμε με ευκολία πως οι ελεύθεροι συνειρμοί του περιέχουν το ονειρικό στοιχείο και πως ερμηνεύοντας πυρηνικά στοιχεία των ελεύθερων συνειρμών σαν όνειρο όχι μόνον φτάνουμε ευκολότερα στην ερμηνεία του πραγματικού όνείρου αν και εφ’ όσον υπάρξει αλλά κυρίως προωθούμε την βαθμιαία παλινδρόμηση και ταυτόχρονη συνειδητοποίηση.
Η δυσκολία η οποία βλέπουμε τόσο συχνά να υπάρχει στην διαδικασία της ερμηνείας των ελεύθερων συνειρμών σε επίπεδο ονειρικό, δηλαδή, της προώθησης της παλινδρόμησης και της ερμηνείας νευρωσικών-ψυχωσικών αμυνών σε επίπεδο μεταβίβασης, είναι σαφώς θέμα αντιμεταβίβασης. Πράγματι, είναι πολύ συχνό φαινόμενο να βλέπουμε αναλύσεις οι οποίες αποφεύγουν τις ερμηνείες των ελεύθερων συνειρμών σε σαν-ονειρικές καταστάσεις – αποφεύγουν, δηλαδή, την ουσιαστική παλινδρόμηση του ασθενούς – με αποτέλεσμα να έχουμε μία εξάντληση των όποιων δεδομένων εγωτικών αποθεμάτων. Διότι αυτά είναι έτσι κι αλλιώς πολύ περιορισμένα κατά την ανάλυση εξαιτίας της απορρόφησής τους από την πληθώρα των εγωτικών αμυνών οι οποίες στην προσπάθειά τους να καταστούν εγώ-συντονιστικές, εξαντλούν τον εαυτό τους στη συντήρηση αυτής της ίδιας της νεύρωσης. Στη πράξη, νομίζω ότι αυτό το οποίον συμβαίνει είναι αντί της παλινδρόμησης να έχουμε προώθηση του ασθενούς προς την πλευρά της αντι-παλινδρόμισης και της πολυπλοκότητας των αμυνών και αντί της ‘εκ των υστέρων’ ερμηνευτικής συνήθως υιοθετείται η σχάση μιας υποτιθέμενης ανυπαρξίας ονειρικών-ψυχωσικών διεργασιών στους νευρωσικούς ασθενείς και ανυπαρξίας νεύρωσης στους ψυχωσικούς ασθενείς. Εξ αυτού δε του λόγου θα έλεγα ότι δεν είναι καθόλου σπάνιο να παρατηρούμε μία σύγχυση ορολογιών μεταξύ των ψυχαναλυτών, όπου ως ‘παλινδρόμηση’ ορίζεται μεν η εγωτική αναστάτωση λόγω απωθημένου ενεργειακού υλικού ενώ στην πράξη δεν είναι τίποτα άλλο από την εξάντληση των ήδη περιορισμένων ενεργειακών αποθεμάτων του ασθενή που φτάνουν στα άκρα τους.
Το θέμα αυτό – το θέμα, δηλαδή, της αντίμεταβίβασης – έχει, ως γνωστόν, μελετηθεί και έχει ερευνηθεί με ποικίλους τρόπους. Εξ όσων γνωρίζω δεν έχει υπάρξει έρευνα επ’ αυτού του θέματος από την πλευρά μόνον του αναλυτή και όχι του αναλυόμενου. Αναφέρομαι, εν προκειμένω, στις μελέτες οι οποίες έχουν επικεντρωθεί εξαντλητικά στο θέμα της προβλητικής ταύτισης χωρίς να δείνουν την οφειλόμενη προσοχή στη μεταψυχολογική διάσταση του θέματος της αντιμεταβίβασης. Διότι μόνον όταν δούμε την αναστολή του ιδίου του αναλυτή να επιτρέψει την παλινδρόμηση του ασθενούς μέσω της χρήσης των ελευθέρων συνειρμών του σε ονειρικό και ουχί μόνον πραγματιστικό επίπεδο, μόνον τότε θα μπορέσουμε να διακρίνουμε την σημασία που έχουν οι προθέσεις του αναλυτή στο θέμα της προβλητικής ταύτισης και που κατ’ ουσία δεν είναι άλλες από μια ‘ονειρική άρνηση του αναλυτή’ να βοηθήσει τον ασθενή του στην παλινδρόμισή του.
Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι μόνον όταν δούμε την αναστολή του αναλυτή στο να ερμηνεύσει τα κλινικά του δεδομένα επι τη βάσει των ονειρικών στοιχείων των ελευθέρων συνειρμών του ασθενούς του, μόνον τότε μπορούμε να συνάγουμε σαφή συμπεράσματα περί της αποτελεσματικότητας ή μη της ανάλυσης.
Η παλινδρόμηση του ασθενή μέσω της ερμηνείας σε μία ονειρική κατάσταση και η επανάκαμψή του απ’ αυτή φέρνει μαζί της ένα τεράστιο πλούτο ενεργειακών αποθεμάτων και υπόσχεται μια νεοεμφανιζόμενη εγωτική λειτουργικότητα πράγμα που την καθιστά εκ των ων ουκ άνευ κάθε ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Αυτό όμως απαιτεί μία αντίστοιχη πορεία από την πλευρά του αναλυτή. Η αναλυτική στάση, δηλαδή, η στάση κατά την οποίαν ο αναλυτής μπορεί να ονειρεύεται ταυτόχρονα με τον ασθενή του ενώ συγχρόνως διαθέτει εγωτικά αποθέματα τα οποία λείπουν από τον ασθενή του, αποτελεί το απαύγασμα, κατά τη γνώμη μου, της στάσης ενός εκάστου αναλυτή. Αυτό σημαίνει ότι ο αναλυτής επιτρέπει στον εαυτό του να ‘παλινδρομεί χωρίς να παλινδρομεί’ μαζί με τον ασθενή του.
Αυτό το δεύτερο παράδοξο συνίσταται στο ότι ο αναλυτής έχει αποσεξουαλικοποιήσει, έχει, δηλαδή, τραβήξει από τις ασυνείδητες ενεργειακές του παρακαταθήκες το αντίστοιχο ενεργά ερεθιστικό, ενστικτικό, αυτοκαταστρεπτικό και ναρκισσιστικό ονειρικό περιεχόμενο που κρύβεται στούς ελεύθερους συνειρμούς του ασθενούς του και υπό αυτή την έννοια δεν το φοβάται. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η πραγματική φύση της αντί-μεταβιβάσης από μεταψυχολογική σκοπιά. Δεν είναι τίποτα άλλο από μία αυτό-ηδονιστική διάθεση του αναλυτή και περιοριστική του διάσταση ως προς την επιθυμία του να παρακολουθήσει την ονειρική διαδρομή του ασθενούς του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρακολουθήσει ένας παρατηρητής αυτό που συμβαίνει εντός του ψυχαναλυτικού χώρου μεταξύ ασθενούς και αναλυτού. Δεν υπάρχει δηλαδή αμφιβολία ότι η αγνώηση της ανάγκης του κάθε ασθενούς να φύγει από το χώρο της πραγματικότητας και να παλινδρομήσει κατά την διάρκεια της ανάλυσής του ενόσω θα είναι σίγουρος ότι στη συνέχεια θα μπορέσει να κρατηθεί ώστε να επανέλθει σε κατάσταση εξελιγμένης λειτουργικότητας είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Έχει δε αυτό υποκατασταθεί, στη βιβλιογραφία, με περιγραφές όπως ότι ο ασθενής είναι ‘δύσκολος’ ή, ψυχωσικής δομής, ή, μεθοριακός ή, ψυχοσωματικός και με μία πληθώρα άλλων καταστάσεων μη εξαιρουμένης βεβαίως και της κληρονομικής προδιάθεσης του ασθενούς. Όλα αυτά στο σύνολό τους, καθιστούν την ψυχανάλυση μία ανενεργή ή μία μη- αποτελεσματική μορφή ψυχολογικής θεραπείας. Ίσως, προτού αποφανθούμε τελικά περί της ψυχανάλυσης θα πρέπει να εξετάσουμε τι κάνει ο ψυχαναλυτής κατά την ώρα της ψυχανάλυσης.
Bibliography
Freud 1900 The Interpretation of Dreams
Freud 1925 Some Additional Notes on Dream-Interpretation as a Whole
Freud 1914 On Narcissism’ an Introduction
Freeman Sharpe Ella 1978 Dream Analysis
Grubrich-Simitis, Ilse. 2000 Int.J. P Metamorphoses of the Interpretation of Dreams