Η Θεωρία και η Κλινική του Ναρκισσισμού

Βιβλιοκριτική

Βασίλειος Μαούτσος

Βιβλίο: ‘Η Θεωρία και η Κλινική του Ναρκισσισμού’

Βασίλης Δημόπουλος

Εκδόσεις ‘Μετά’, 2010

 

Θα ήθελα να ξεκινήσω από το κλινικό μέρος αυτού του τόσο πυκνού βιβλίου διότι το θεώρησα κάτι ως υπόδειγμα κλασικής ερμηνευτικής προσέγγισης σε μία εποχή που η έμφαση στην αντικειμενότροπο κατανόηση των μεταβιβαστικών ενδοψυχικών διαδικασιών έχουν γίνει συχνότατες άλλοτε συγκεκαλυμμένα και συνειδητά και άλλοτε απροκάλυπτα και ασυνείδητα. Με όλο τον σεβασμό που τρέφω για κάθε μελετητή του χώρου της ψυχικής ανάλυσης της ανθρώπινης φύσης θα έλεγα ότι σε περιπτώσεις όπως οι μόλις αναφερθείσες μόνον καταχρηστικά θα πρέπει να μιλάμε περί θεραπευτικής αντιμετώπισης του εν γένει ασθενή στα πλαίσια μιας ψυχαναλυτικής ερμηνευτικής. Διότι, εν προκειμένω, αναφερόμαστε σε μία μεταβιβαστική αυθυποβολή όπου ο ασθενής μαθαίνει να λέει και να δέχεται αυτό το οποίον γνωρίζει ότι επιθυμεί ο αναλυτής/αντικείμενο ή, ακόμη και να συμπεριφέρεται με θυμό, εκδραματίσεις και συναισθηματικότητα που λανθασμένα πείθεται ότι τα  θεωρεί επιβεβλημένα η αναλυτική διαδικασία προκειμένου να επιτύχει. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή, ο θυμός και η έντονη συναισθηματικότητα του ασθενή είναι γνήσιες αντιδράσεις. Όμως, αυτές επιβεβαιώνουν την μεταβιβαστική αυθυποβολή εφόσον άτομα μη ευκόλως αυθυποβαλλόμενα επαναστατούν εναντίον της αγνόησης της πρωτογενούς τους ψυχοσυγκρουσιακής κατάστασης ή, σχάσης προς όφελος μιας δήθεν μεταβίβασης. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το πραγματικό μεταβιβαστικό βίωμα του ασθενή με τον αναλυτή στο ρόλο του καταλύτη στην ανάδυση απωθημένου ή, διασπασμένου ασυνειδήτου υλικού έχει απολεσθεί. Κι’ όμως αυτό είναι που θεωρήθηκε από τον Φρόιντ ιδίως από το 1914 και μετά ότι επιβάλλεται να υπάρχει στην ανάλυση που είναι άξια του ονόματός της. Άλλωστε αυτό επιβάλει και η κοινή λογική.

Και, ας έρθουμε τώρα πιο συγκεκριμένα στη προκειμένη κλινική περίπτωση που μας εισάγει ο κ. Δημόπουλος στο βιβλίο του: ‘Οι πάγοι λιώνουν’ λέει ο Μαρίνος μετά από περίπου τέσσαρα χρόνια ανάλυσης. Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίον αυτός ο συνειρμός του ασθενή μεταφέρεται από τον συγγραφέα στον αναγνώστη – απλά και πειστικά. Ο αναλυτής με την ξεκάθαρη γραφή του δεν μας αφήνει περιθώρια  να σκεφτούμε ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά από όπως ακριβώς τα περιγράφει. Γνωρίζουμε πόσο δύσκολες είναι οι κλινικές περιγραφές στο ντιβάνι και εξ αυτού γνωρίζουμε επίσης τις ατέλειωτες ανακρίβειες των κλινικών παρουσιάσεων. Συνεπώς, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε την απουσία τους όποτε αυτό κατορθώνεται. Αν υπάρχει λόγος για κλινικές παρουσιάσεις στο δύσκολο έργο της κλινικής ψυχανάλυσης ας είμαστε τουλάχιστον επακριβείς! Εδώ, θεωρώ ότι έχουμε ένα εξαίρετο παράδειγμα ακριβούς μεταφοράς κλινικού υλικού. Ο Μαρίνος ‘γελάει’ λέγοντάς το ‘Οι πάγοι λιώνουν’. Αυτό συμβαίνει διότι το παρανοικό του άγχος και η καχυποψία που τον διακατείχαν όλο αυτό το διάστημα έχουν πραγματικά μαλακώσει και ο μεταβιβαστικός θυμός έχει εξασθενίσει. Το γέλιο του σημαίνει ότι ήρθε η ώρα όπου εκείνος πλέον δηλώνει κάτι: θέλει να γνωστοποιήσει κάτι σημαντικό στον αναλυτή του και να τον αποπλανήσει μ’ αυτό αν και εκείνος μπορέσει να το αντέξει. Πέραν, δηλαδή, του ότι δεν τον υποπτεύεται πλέον και μπορεί να νιώσει μία σχετική αίσθηση ενοχής για το σχετικά μη παραγωγικό παρελθόν της σχέσης του μαζί του συνάμα μπορεί τώρα να γελάει με ανακούφιση και με κάποια δόση σαγήνης για το πόσο μικρός έχει υπάρξει. Εφεξής θα μπορούν να συνουσιάζονταιεναλλάσσοντας ο ένας ψυχικό υλικό του άλλου (ελεύθερους συνειρμούς) χωρίς το απροσμέτρητο και αλεκτικοποίητο ναρκισσιστικό άγχος που τον είχε βασανίσει όλα αυτά τα χρόνια κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Στην έκφραση του Μαρίνου συνυπάρχει η απαρχή εκπεφρασμένης ενοποίησης εγωτικών μερών και σεξουαλικότητας. Το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου είναι ότι κλινικά παρατηρούμε ότι ο Μαρίνος μέσα από την τετραετή ανάλυσή του δεν έχει γίνει περισσότερο βαθυστόχαστος, ευφυέστερος και χαρούμενος. Η ανάλυσή του τον έχει καταστήσει περισσότερο αυθόρμητο, συναισθηματικό και ανθρώπινο χωρίς καλά καλά ο ίδιος να έχει καταλάβει πως συνέβησαν αυτές του οι εσωτερικές αλλαγές. Αυτά είναι γνωρίσματα (χαρίσματα) της κλασικής ψυχανάλυσης που σε ερευνητικό επίπεδο ενδεχομένως να αξίζει κάποτε να μελετηθούν συγκριτικά έναντι άλλων ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων.  Πιστεύω ότι η σαφής κλασική αναλυτική προσέγγιση του συγγραφέα οδήγησαν τον ασθενή σ’ αυτή την εξέλιξη. Κανείς τελειώνει αυτό το μέρος της ανάγνωσης του βιβλίου του κ. Δημόπουλου με την επιθυμία να ήταν εκτενέστερο.

Έρχομαι τώρα στο πρώτο μέρος του βιβλίου το οποίον είναι θεωρητικό. Αν και σε πολλά σημεία υπάρχουν οι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα στην ουσία πρόκειται για μία άκρως εμπεριστατωμένη ανασκόπηση της μείζονος βιβλιογραφίας επί ενός θέματος το οποίον βρίσκεται στη καρδιά κάθε κλασικού ψυχαναλυτή. Δίνω ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτό το σημείο επειδή το θέμα ‘Ναρκισσισμός’ βρισκόταν στο πυρήνα της σκέψης του Sigmund Freud σίγουρα αφότου εγκατέλειψε το ‘Σχέδιο για μία Επιστημονική Ψυχολογία’, ήτοι πολύ προ του 1910. Ίσως μάλιστα, να ήταν και η αιτία της εγκατάλειψης του ‘Σχεδίου’ του αφ’ ότου διαπίστωσε ότι ακολουθώντας μία αναμφίβολα τέλεια σειρά συλλογισμών επιστημονικής σκέψης εν τούτοις του ήταν αδύνατον να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα περί του ψυχικού οργάνου. Αν και ο ίδιος δεν το αναφέρει ως τέτοιο στην αλληλογραφία του με τον Fliess εν τούτοις οι διαρκείς αναφορές του στη κούραση και το άγχος του σηματοδοτούν την επίγνωσή του ότι εν τέλει υπάρχει μέσα του κάτι πολύ πέραν της λογικής και της επιστημοσύνης που τον αναγκάζουν να στρέψει τις έρευνές του προς άλλες κατευθύνσεις. Ουσιαστικά, όπως ξέρουμε, αυτές οι άλλες κατευθύνσεις σε ήσαν άλλες παρά ο ίδιος του ο εαυτός εν παραλλήλω με τους ασθενείς του. Έτσι, ξεκίνησε η ‘ψυχανάλυση’ ως συνειδητή κλινική πράξη εντός της σκέψης του Freud.

Αυτό που καθιστούσε εξ αιτίας του εαυτού του ανέφικτη την πρόοδο του ‘Σχεδίου’ ήταν στοιχεία του Πρωτογενούς Ναρκισσισμού του, δηλαδή, μη δυνάμενες να λεκτικοποιηθούν ασυνείδητες, ασυνάρτητες αν και άκρως διαδραστικές (ερεθιστικές, φοβικές, αποκρουστικές) δυνάμεις που παρέμβαιναν στον ειρμό της σκέψης του. Κατ’ επέκταση, κάθε αντίστοιχη κατάσταση η οποία όμως ήταν λεκτικοποιημένη ή, λεκτικοποιήσιμη συνιστούσε τον Δευτερογενή Ναρκισσισμό. Ήταν φυσικό επόμενο για τον Freud να γενικεύσει σε όλους τους ανθρώπους αυτή του την προφανή μεν απίθανη δε ανακάλυψη: ο άνθρωπος από μία βιολογική αυτοερωτική κατάσταση – που δεν θα πρέπει να μας απασχολήσει στη παρούσα βιβλιοκριτική – μεταβαίνει σε μία πρωτογενή αντιληπτική κατάσταση του εαυτού του από αυτόν τον ίδιο (την ονομάζουμε ‘πρώτο αντικείμενο’) και σε μία δευτερογενή αντιληπτική κατάσταση του εαυτού του από τον άλλον (την ονομάζουμε ‘αντικείμενο΄). Φυσικά, ο ενδιάμεσος κρίκος αυτού του κυκλώματος είναι η λεκτικοποίηση/συμβολοποίηση που αξιοποιεί τα μέγιστα της ενέργεια της πρωτογενούς διαδικασίας η οποία είναι απέραντη και μόνον ένα μικρό μέρος της χρησιμοποιείται μέσω των εγωτικών σχηματισμών που εμπεριέχουν τα δευτερογενή και μορφοποιημένα στοιχεία. Ούτε είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να επεκταθούμε περαιτέρω επί ενός τέτοιου πολυδιάστατου ζητήματος. Θα ήθελα μόνον να τονίσω ότι αν η ανωτέρω βασική διάκριση μεταξύ Πρωτογενούς και Δευτερογενούς Ναρκισσισμού ήταν ευκρινής σε κάθε συζήτηση περί ‘Ναρκισσισμού’ τότε τα υπόλοιπα της οιαδήποτε θεωρητικής προσέγγισης θα ήταν ηλίου φαεινότερα ή, περίπου έτσι! Διότι το σημαντικό δεν είναι αν οGreen πιστεύει στον Πρωτογενή Ναρκισσισμό – πράγμα το οποόν ισχύει – και συνεπώς στην αντιδραστική γένεση της ‘ηθικής’ του παρέκκλισης  όταν οι δυσκολίες του Δευτερογενούς Ναρκισσισμού ταλαιπωρούν το υποκείμενο στα πλαίσια της συμβολοποίησης, λεκτικοποίησης και, εν τέλει, της πραγματικότητας. Στη θέση της ‘ηθικής’ επεξεργασίας θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν η ‘πολιτική’ ή, η ‘φιλοσοφική’ ή, η ‘κοινωνική’ επεξεργασία. Το σημαντικό δεν είναι αν ο Kernberg ή, ηMelanie Klein ή, ο Winnicott δεν πιστεύουν στον Πρωτογενή Ναρκισσισμό και συνεπώς οτιδήποτε αυτοερωτικό, αντιληπτικό του εαυτού από τον εαυτό ή, αντιληπτικό του εαυτού (μερικώς) από τον άλλο είναι εκ προοιμίου Δευτερογενές, δηλαδή, προερχόμενο πάντοτε εκ της μίξης με την διαφαινόμενη αντίληψη του άλλου. Το σημαντικό δεν είναι αν ο Kohut ή, ο Grunberger πιστεύουν επιλεκτικά και εν πολλοίς αδιευκρίνιστα στον ‘Ναρκισσισμό’ εν γένει ή, σε έναν ιδιότυπο ‘Πρωτογενή Ναρκισσισμό’ τους ως ευρισκόμενο στο γενετικό ανθρώπινο υλικό και συνεπώς αναπτυξιακά καθορισμένο. Ο κάθε ερευνητής είναι ελεύθερος να εκφράζεται όπως επιθυμεί επί ενός θέματος όπως ο Πρωτογενής Ναρκισσισμός που εξ ορισμού ουδέποτε θα έχει τρόπο να περιγραφεί επακριβώς αφού συνιστά μία προλεκτική διαδικασία. Το σημαντικό για τον κάθε αναγνώστη είναι να γνωρίζει επί του συγκεκριμένου θέματος τι πιστεύει αυτός ο ίδιος. Διότι το θέμα του Ναρκισσισμού και της διάκρισης μεταξύ Πρωτογενούς και Δευτερογενούς δεν είναι σαν τα άλλα. Είναι τόσο σημαντικό για κάθε ψυχαναλυτή όσο ήταν και για τον ίδιο τον Freud. Αν δεν έχει ο ίδιος ο αναγνώστης  θέση – έστω και προσωρινή – επί του θέματος της πρωτογενούς δύναμης του εαυτού του επί του ιδίου του Εγώ του η κατανόηση κάθε θεωρητικής τοποθέτησης γίνεται δυσχερής. Φερ’ ειπείν, αν κάποιος έχει αναγκαστεί  να απολέσει τον Πρωτογενή του Ναρκισσισμό εξ αιτίας του Αντικειμένου (Δευτερογενής Ναρκισσισμός) δεν είναι απολύτως φυσικό να αναπτύξει μία μαζοχιστική προδιάθεση με όλα τα συνεπακόλουθα κρυμμένης οργής εξ απώλειας. Είναι όμως εξ ίσου φυσικό να πούμε ότι αν κάποιος έχει αποκλείσει τον Πρωτογενή του Ναρκισσισμό και μιλάει γενικώς και απροσδιορίστως περί ‘Ναρκισσισμού’ (εννοώντας κατά βάση τον Δευτερογενή Ναρκισσισμό) τότε στη θέση της αναγκαιότητας υπάρχει η σχέση με το αντικείμενο, ο συμβιβασμός μ’ αυτό, η διαπραγμάτευση με τον άλλον. Σίγουρα δεν υπάρχει ως δεδομένη η μαζοχιστική προδιάθεση, δηλαδή, η επιθετική σχέση με τον εαυτό και κατ’ επέκταση η επαφή με την ενοχή και το ένστικτο του θανάτου.

Θεωρώ ότι η πυκνότητα των πληροφοριών του σημαντικότατου αυτού πονήματος που μας παρέδωσε ο κ. Δημόπουλος θα ήταν ακόμη πιο  καταληπτή σε επίπεδο αιτιολόγησης των διαφόρων θεωρητικών θέσεων  αν η σημασία του Πρωτογενούς Ναρκισσισμού είχε τονιστεί περαιτέρω. Και φυσικά η συμβολή του J. Lacan επ’ αυτού θα μπορούσε να ήταν χρήσιμη. Εν τέλει, μήπως όταν κατάφερε ο Μαρίνος να πει ‘Οι πάγοι λιώνουν’ προσέθεσε στο Εγώ του κάτι από την άγνωστη Πρωτογενή του ικανότητα να ερωτεύεται, να σαγηνεύει, να συνουσιάζεται που ως τα 34 του ήταν στις αποθήκες του ασυνειδήτου του?

Βιβλιογραφία

Freud S. (1914): On the History of the Psycho-Analytic Movement
Standard Edition, Hogarth Press